Άνθρωπε, ούτε μια κουκίδα δεν είσαι πάνω στον χάρτη, μέσα στο σύμπαν. Μπορείς όμως να είσαι ο χάρτης ολάκερος και το σύμπαν να γίνει το σπίτι σου. Να γίνεις αυτός που οι ποιητές, αυτοί οι ρομαντικοί ονειροπόλοι περιγράφουν στις γραμμές των τετραδίων.
Στην φύση σου την πανανθρώπινη ταιριάζει το παιδάκι που κρατάει στα χέρια του ένα τριαντάφυλλο. Αυτό που κοροϊδεύουν τάχα οι σκληροτράχηλοι άντρες, αυτοί που κρατάν στις χούφτες τους λίγο χώμα από την αυριανή κηδεία. Την παιδική μας αθωότητα έχουμε ανάγκη, γιατί μεγαλώνοντας κοιτάξαμε τον καθρέφτη και είδαμε τον γυμνό εαυτό μας και τρομάξαμε. Θέλαμε ο γείτονας να σπείρει τα χωράφια μας, ο διπλανός μας να θερίσει και να αφήσει τους καρπούς στην πόρτα μας. Ο δάσκαλος σαν μια σκιά να περνάει δίπλα από τα θρανία αφήνοντας υπονοούμενα για το τέλος του παραμυθιού και πάντα να υπάρχει αυτή η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον δάσκαλο και τον μαθητή. Και από την στιγμή που υπήρξαμε μαθητές τώρα ήρθε η ώρα για τον μεγάλο μας ρόλο. Αυτόν του τιμωρού δασκάλου! Βαδίζουμε με πάθος για την αυτοκαταστροφή, ίσως για να εκπληρώσουμε κάποια ένοχη ανάγκη μας. Ανοίγω τα μάτια μου, μήτε αυγή, μήτε μεσημέρι, μήτε ηλιοβασίλεμα βλέπω μπροστά μου… Μονάχα την ανάγκη να ξαναγεννηθώ ως Άνθρωπος…
Προτάσσουμε την τιμιότητα των σκέψεων μας και αδιαφορούμε για την βιαιότητα των πράξεων. Αφήνουμε τις ρίζες μας να τις σκεπάσει το χιόνι και περιμένουμε την άνοιξη! Η άνοιξη ήρθε, μα εγώ κοιτώ ακόμη τις ρίζες που ζούνε κάτω από το χιόνι. Κάτω από το χιόνι υπάρχει η άβυσσος. Ο Κέρβερος ο φοβερός της σκύλος στις ρίζες μου λαγοκοιμάται. Έμεινα εδώ μόνος, κακορίζικος, να κλαίω για τις μέρες που έφυγαν, με προσπέρασαν και οι επόμενες δίχως να το καταλάβω. Δίπλα μου κάποιος κρατούσε μια σημαία με ένα σταυρό πάνω της. Θα με γελούν τα μάτια μου είπα, θα είναι από την πείνα και την εξαθλίωση και τον βλέπω κάπως να αγκυλώνει… Έμαθα μέρες αργότερα πως σκότωσαν κάποιον. Θα ήταν προφανώς ο γιός κάποιου, που μένει κάπου και κάπως τον έλεγαν. Αλήθεια σας λέω, δεν θυμάμαι πολλά, το βλέμμα μου εδώ και χρόνια έχει καρφωθεί σε κάποιο τηλεοπτικό παράθυρο. Αλήθεια αδέρφια μου, φοβόμουν να φωνάξω για να μην ξυπνήσω από τον λήθαργο. Έπειτα από καιρό χτύπησα την πόρτα του γείτονα, ήθελα λίγη ζάχαρη για τον καφέ μου. Έλειπε. Έξω από την πόρτα έγραφε: φοβήθηκα μήπως μου πάρουνε το χώμα της αυλής μου, πίστεψα στην ανωτερότητα της φυλής μου, στο τέλος κατάλαβα πως ήμουν μια κουκίδα πάνω στο χάρτη και υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι που ήταν ο χάρτης ολάκερος…
Στην φύση σου την πανανθρώπινη ταιριάζει το παιδάκι που κρατάει στα χέρια του ένα τριαντάφυλλο. Αυτό που κοροϊδεύουν τάχα οι σκληροτράχηλοι άντρες, αυτοί που κρατάν στις χούφτες τους λίγο χώμα από την αυριανή κηδεία. Την παιδική μας αθωότητα έχουμε ανάγκη, γιατί μεγαλώνοντας κοιτάξαμε τον καθρέφτη και είδαμε τον γυμνό εαυτό μας και τρομάξαμε. Θέλαμε ο γείτονας να σπείρει τα χωράφια μας, ο διπλανός μας να θερίσει και να αφήσει τους καρπούς στην πόρτα μας. Ο δάσκαλος σαν μια σκιά να περνάει δίπλα από τα θρανία αφήνοντας υπονοούμενα για το τέλος του παραμυθιού και πάντα να υπάρχει αυτή η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον δάσκαλο και τον μαθητή. Και από την στιγμή που υπήρξαμε μαθητές τώρα ήρθε η ώρα για τον μεγάλο μας ρόλο. Αυτόν του τιμωρού δασκάλου! Βαδίζουμε με πάθος για την αυτοκαταστροφή, ίσως για να εκπληρώσουμε κάποια ένοχη ανάγκη μας. Ανοίγω τα μάτια μου, μήτε αυγή, μήτε μεσημέρι, μήτε ηλιοβασίλεμα βλέπω μπροστά μου… Μονάχα την ανάγκη να ξαναγεννηθώ ως Άνθρωπος…
Προτάσσουμε την τιμιότητα των σκέψεων μας και αδιαφορούμε για την βιαιότητα των πράξεων. Αφήνουμε τις ρίζες μας να τις σκεπάσει το χιόνι και περιμένουμε την άνοιξη! Η άνοιξη ήρθε, μα εγώ κοιτώ ακόμη τις ρίζες που ζούνε κάτω από το χιόνι. Κάτω από το χιόνι υπάρχει η άβυσσος. Ο Κέρβερος ο φοβερός της σκύλος στις ρίζες μου λαγοκοιμάται. Έμεινα εδώ μόνος, κακορίζικος, να κλαίω για τις μέρες που έφυγαν, με προσπέρασαν και οι επόμενες δίχως να το καταλάβω. Δίπλα μου κάποιος κρατούσε μια σημαία με ένα σταυρό πάνω της. Θα με γελούν τα μάτια μου είπα, θα είναι από την πείνα και την εξαθλίωση και τον βλέπω κάπως να αγκυλώνει… Έμαθα μέρες αργότερα πως σκότωσαν κάποιον. Θα ήταν προφανώς ο γιός κάποιου, που μένει κάπου και κάπως τον έλεγαν. Αλήθεια σας λέω, δεν θυμάμαι πολλά, το βλέμμα μου εδώ και χρόνια έχει καρφωθεί σε κάποιο τηλεοπτικό παράθυρο. Αλήθεια αδέρφια μου, φοβόμουν να φωνάξω για να μην ξυπνήσω από τον λήθαργο. Έπειτα από καιρό χτύπησα την πόρτα του γείτονα, ήθελα λίγη ζάχαρη για τον καφέ μου. Έλειπε. Έξω από την πόρτα έγραφε: φοβήθηκα μήπως μου πάρουνε το χώμα της αυλής μου, πίστεψα στην ανωτερότητα της φυλής μου, στο τέλος κατάλαβα πως ήμουν μια κουκίδα πάνω στο χάρτη και υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι που ήταν ο χάρτης ολάκερος…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου