Τα τελευταία χρόνια γράφτηκαν πολλά και αναλήφθηκαν πολλές πρωτοβουλίες σχετικά με τη σχολική βία. Ο ηθικός πανικός που προκλήθηκε συντονισμένα από πολλά μέσα μαζικής ενημέρωσης, σχετικά με την επικινδυνότητα των συμπεριφορών κάποιων παιδιών και εφήβων σε βάρος συνομηλίκων τους, υπήρξε το πρόσφορο έδαφος για να δηλώσουν εντονότερα την παρουσία τους αρκετοί παράγοντες της δημόσιας ζωής. Άλλοι αναδεικνύοντας την ανικανότητα του σύγχρονου σχολείου να διαχειριστεί με αποτελεσματικό τρόπο τέτοιες συμπεριφορές και άλλοι προτείνοντας εναλλακτικές μεθόδους και εργαλεία κατανόησης, πρόληψης και αντιμετώπισης της βίας στο σχολείο και γενικότερα της βίας μεταξύ των παιδιών και των εφήβων.
Σε αυτή τη συγκυρία ανάδειξης στον δημόσιο λόγο της ειδικής απαξίας της σχολικής βίας, η κυρίαρχη εστίαση υπήρξε πράγματι περισσότερο στους προσωπικούς παρά σε συστημικούς παράγοντες παραγωγής της, και στις τεχνικές διαχείρισής της, με σκοπό την αποτροπή των δυσάρεστων συνεπειών της.
Παράλληλα, αρθρώθηκε μια επιστημονική επιχειρηματολογία, που επικεντρώνεται στον χαρακτήρα της σχολικής βίας ως κοινωνικού προβλήματος και απορρίπτει την «ψυχολογικοποίησή» της, ισχυριζόμενη ότι η εφηβική αποκλίνουσα συμπεριφορά δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με καταστολή, καταναγκασμό ή κοινωνικό έλεγχο, που στην πραγματικότητα υποκρύπτονται πίσω από τις παρεμβάσεις ψυχολόγων και άλλων ειδικών στα σχολεία, αλλά να λάβει την προσοχή και την κατανόηση που της αξίζει, ανατρέχοντας στην οικονομική πολιτική των τελευταίων χρόνων, τη φτωχοποίηση της κοινωνίας και τη διόγκωση των κοινωνικών προβλημάτων, εξαιτίας αυτών.
Ωστόσο, παρ’ όλο που τα αίτια της σχολικής βίας πραγματικά ξεφεύγουν από τα τεκταινόμενα στον χώρο του σχολείου και την πιθανή ψυχοπαθολογία ορισμένων προσώπων, και συνδέονται έντονα με κοινωνικούς παράγοντες, θα ήταν εξαιρετικά άστοχο να απορριφθεί το επιστημονικό ενδιαφέρον για τη δυναμική των σχέσεων των σχολικών κοινοτήτων και τον ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι εκπαιδευτικοί, με τη στήριξη και καθοδήγηση ειδικών παιδαγωγών και ειδικών ψυχικής υγείας, στην πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου.
Η βία ανάμεσα στα παιδιά αναντίρρητα σχετίζεται με τη βία στην κοινωνία αλλά και τη γενικότερη κατάσταση που βιώνουν τα παιδιά σε μια περίοδο που η ανασφάλεια, η φτώχεια, η ανεργία και η ανέχεια έχουν πλήξει μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Πλέον αυτών θα μπορούσαμε να αναφερθούμε και σε αξιακές ανακατατάξεις και συγχύσεις, στον ρόλο των media και ιδίως των social media, στην αποδυνάμωση της επιρροής της οικογένειας και σε άλλα διογκούμενα και αλληλένδετα κοινωνικά προβλήματα που επηρεάζουν τη νέα γενιά, όπως οι ρατσιστικές ιδεοληψίες, η κατάχρηση ουσιών και η αποξένωση που πλέον όλο και περισσότερο βιώνουν οι κάτοικοι των σύγχρονων πόλεων.
Σε αυτό το πολυσχιδές σκηνικό κοινωνικής αποσταθεροποίησης, με δεδομένο μάλιστα ότι η εμπιστοσύνη σε θεσμούς και πρόσωπα υψηλής ευθύνης έχει χαθεί, το σχολείο έχει να παίξει έναν εξαιρετικά σημαίνοντα ρόλο που σχετίζεται και με τις μορφές βίας που εκδηλώνονται στους κόλπους του. Η σχολική κοινότητα είναι η πρώτη κοινότητα, πέραν της οικογένειας, που μπορεί να προσφέρει στα παιδιά ποικίλες δυνατότητες συμμετοχής, βιωματικής μάθησης και -μέσω αυτής- καλλιέργειας αξιών, λειτουργικής αλληλεπίδρασης και ενίσχυσης της ψυχικής ανθεκτικότητας των μαθητών.
Ατυχώς, αυτός ο κοινωνικός ρόλος του σχολείου, αν και επιστημονικά γνωστός και τεκμηριωμένος, συρρικνώνεται από τις μηχανιστικές λειτουργίες και διαδικασίες του σχολείου, την αποδυνάμωση του προσωποπαγούς χαρακτήρα των παιδαγωγικών σχέσεων και την ολοένα ισχυρότερη πρόσδεσή του στο οικονομικό σύστημα και στην προετοιμασία των μαθητών για την αγορά εργασίας, με μεθόδους που προάγουν τον ανταγωνισμό και ποικίλους διαχωρισμούς (καλοί και κακοί μαθητές, ικανοί για τις ανώτατες σχολές και προοριζόμενοι για κατώτερες σπουδές, την ανειδίκευτη φτηνή εργασία και την ανεργία). Αυτός ο προσανατολισμός φάνηκε και στο πρόσφατο σχέδιο νόμου για το «νέο» Λύκειο, όπου κυριαρχεί το ενδιαφέρον για την οργάνωση των εξετάσεων και υστερούν τα ουσιαστικά μέτρα ενδυνάμωσης των παιδαγωγικών και συμμετοχικών σχέσεων και βιωμάτων.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται να παλέψουμε για ένα σχολείο με κοινοτική και βιωματική αξία για όσους συμμετέχουν σε αυτό, και με περιεχόμενο ελκυστικό και ενδιαφέρον για τους μαθητές. Οι εκπαιδευτικοί ζητούν και χρειάζεται να στηριχθούν και να καθοδηγηθούν για να αναπτύξουν λειτουργικές σχέσεις με τα σχολεία τους και τους μαθητές τους, αναπτύσσοντας καλές πρακτικές καλλιέργειας των παιδαγωγικών σχέσεων και διαχείρισης των δυσκολιών που προκύπτουν σε αυτές. Οι ειδικοί ψυχικής υγείας χρειάζονται, όχι για να ασχοληθούν με «τα προβληματικά παιδιά», αλλά για να συμπληρώσουν τη διεπιστημονικότητα της παιδαγωγικής παρέμβασης, να ενδυναμώσουν και να βοηθήσουν το έργο των εκπαιδευτικών, ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες και τα αιτήματα επικοινωνίας όλων των μαθητών τους και να βελτιώνουν τις εφαρμοζόμενες πρακτικές επίλυσης δυσκολιών και συγκρούσεων. Οι κοινωνικές υπηρεσίες είναι επίσης απαραίτητο να υπάρχουν στις κοινότητες και να μπορούν τα σχολεία να τις αξιοποιούν για την επίλυση σοβαρών προβλημάτων που βιώνουν τα παιδιά και οι οικογένειες, ως συνέπεια της κρίσης και άλλων κοινωνικών δυσλειτουργιών. Είναι, τέλος, αναγκαίο να ενισχυθεί ο συμμετοχικός ρόλος και άλλων συλλογικοτήτων, όπως των συλλόγων γονέων, ομάδων πολιτών και οργανώσεων που μπορούν να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη θετικών δράσεων και στη στήριξη των αδυνάτων.
Στο ξεκίνημα της νέας σχολικής χρονιάς, που προμηνύεται ιδιαίτερα θερμή, λόγω των αντιδράσεων στα προωθούμενα μέτρα, είναι σημαντικό να συνδυαστεί η διεκδίκηση για ένα κατάλληλα στελεχωμένο, οργανωμένο και υποστηριζόμενο από την πολιτεία κοινωνικό σχολείο, με τις πρωτοβουλίες για την ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των γονέων, ώστε να βελτιώσουν την ετοιμότητά τους απέναντι στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, και για την ανάπτυξη κοινοτικών δικτύων αλληλεγγύης και συνεργασίας, δίνοντας έτσι ουσιαστικό νόημα στην έννοια της πρόληψης.
Σε αυτή τη συγκυρία ανάδειξης στον δημόσιο λόγο της ειδικής απαξίας της σχολικής βίας, η κυρίαρχη εστίαση υπήρξε πράγματι περισσότερο στους προσωπικούς παρά σε συστημικούς παράγοντες παραγωγής της, και στις τεχνικές διαχείρισής της, με σκοπό την αποτροπή των δυσάρεστων συνεπειών της.
Παράλληλα, αρθρώθηκε μια επιστημονική επιχειρηματολογία, που επικεντρώνεται στον χαρακτήρα της σχολικής βίας ως κοινωνικού προβλήματος και απορρίπτει την «ψυχολογικοποίησή» της, ισχυριζόμενη ότι η εφηβική αποκλίνουσα συμπεριφορά δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με καταστολή, καταναγκασμό ή κοινωνικό έλεγχο, που στην πραγματικότητα υποκρύπτονται πίσω από τις παρεμβάσεις ψυχολόγων και άλλων ειδικών στα σχολεία, αλλά να λάβει την προσοχή και την κατανόηση που της αξίζει, ανατρέχοντας στην οικονομική πολιτική των τελευταίων χρόνων, τη φτωχοποίηση της κοινωνίας και τη διόγκωση των κοινωνικών προβλημάτων, εξαιτίας αυτών.
Ωστόσο, παρ’ όλο που τα αίτια της σχολικής βίας πραγματικά ξεφεύγουν από τα τεκταινόμενα στον χώρο του σχολείου και την πιθανή ψυχοπαθολογία ορισμένων προσώπων, και συνδέονται έντονα με κοινωνικούς παράγοντες, θα ήταν εξαιρετικά άστοχο να απορριφθεί το επιστημονικό ενδιαφέρον για τη δυναμική των σχέσεων των σχολικών κοινοτήτων και τον ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι εκπαιδευτικοί, με τη στήριξη και καθοδήγηση ειδικών παιδαγωγών και ειδικών ψυχικής υγείας, στην πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου.
Η βία ανάμεσα στα παιδιά αναντίρρητα σχετίζεται με τη βία στην κοινωνία αλλά και τη γενικότερη κατάσταση που βιώνουν τα παιδιά σε μια περίοδο που η ανασφάλεια, η φτώχεια, η ανεργία και η ανέχεια έχουν πλήξει μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Πλέον αυτών θα μπορούσαμε να αναφερθούμε και σε αξιακές ανακατατάξεις και συγχύσεις, στον ρόλο των media και ιδίως των social media, στην αποδυνάμωση της επιρροής της οικογένειας και σε άλλα διογκούμενα και αλληλένδετα κοινωνικά προβλήματα που επηρεάζουν τη νέα γενιά, όπως οι ρατσιστικές ιδεοληψίες, η κατάχρηση ουσιών και η αποξένωση που πλέον όλο και περισσότερο βιώνουν οι κάτοικοι των σύγχρονων πόλεων.
Σε αυτό το πολυσχιδές σκηνικό κοινωνικής αποσταθεροποίησης, με δεδομένο μάλιστα ότι η εμπιστοσύνη σε θεσμούς και πρόσωπα υψηλής ευθύνης έχει χαθεί, το σχολείο έχει να παίξει έναν εξαιρετικά σημαίνοντα ρόλο που σχετίζεται και με τις μορφές βίας που εκδηλώνονται στους κόλπους του. Η σχολική κοινότητα είναι η πρώτη κοινότητα, πέραν της οικογένειας, που μπορεί να προσφέρει στα παιδιά ποικίλες δυνατότητες συμμετοχής, βιωματικής μάθησης και -μέσω αυτής- καλλιέργειας αξιών, λειτουργικής αλληλεπίδρασης και ενίσχυσης της ψυχικής ανθεκτικότητας των μαθητών.
Ατυχώς, αυτός ο κοινωνικός ρόλος του σχολείου, αν και επιστημονικά γνωστός και τεκμηριωμένος, συρρικνώνεται από τις μηχανιστικές λειτουργίες και διαδικασίες του σχολείου, την αποδυνάμωση του προσωποπαγούς χαρακτήρα των παιδαγωγικών σχέσεων και την ολοένα ισχυρότερη πρόσδεσή του στο οικονομικό σύστημα και στην προετοιμασία των μαθητών για την αγορά εργασίας, με μεθόδους που προάγουν τον ανταγωνισμό και ποικίλους διαχωρισμούς (καλοί και κακοί μαθητές, ικανοί για τις ανώτατες σχολές και προοριζόμενοι για κατώτερες σπουδές, την ανειδίκευτη φτηνή εργασία και την ανεργία). Αυτός ο προσανατολισμός φάνηκε και στο πρόσφατο σχέδιο νόμου για το «νέο» Λύκειο, όπου κυριαρχεί το ενδιαφέρον για την οργάνωση των εξετάσεων και υστερούν τα ουσιαστικά μέτρα ενδυνάμωσης των παιδαγωγικών και συμμετοχικών σχέσεων και βιωμάτων.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται να παλέψουμε για ένα σχολείο με κοινοτική και βιωματική αξία για όσους συμμετέχουν σε αυτό, και με περιεχόμενο ελκυστικό και ενδιαφέρον για τους μαθητές. Οι εκπαιδευτικοί ζητούν και χρειάζεται να στηριχθούν και να καθοδηγηθούν για να αναπτύξουν λειτουργικές σχέσεις με τα σχολεία τους και τους μαθητές τους, αναπτύσσοντας καλές πρακτικές καλλιέργειας των παιδαγωγικών σχέσεων και διαχείρισης των δυσκολιών που προκύπτουν σε αυτές. Οι ειδικοί ψυχικής υγείας χρειάζονται, όχι για να ασχοληθούν με «τα προβληματικά παιδιά», αλλά για να συμπληρώσουν τη διεπιστημονικότητα της παιδαγωγικής παρέμβασης, να ενδυναμώσουν και να βοηθήσουν το έργο των εκπαιδευτικών, ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες και τα αιτήματα επικοινωνίας όλων των μαθητών τους και να βελτιώνουν τις εφαρμοζόμενες πρακτικές επίλυσης δυσκολιών και συγκρούσεων. Οι κοινωνικές υπηρεσίες είναι επίσης απαραίτητο να υπάρχουν στις κοινότητες και να μπορούν τα σχολεία να τις αξιοποιούν για την επίλυση σοβαρών προβλημάτων που βιώνουν τα παιδιά και οι οικογένειες, ως συνέπεια της κρίσης και άλλων κοινωνικών δυσλειτουργιών. Είναι, τέλος, αναγκαίο να ενισχυθεί ο συμμετοχικός ρόλος και άλλων συλλογικοτήτων, όπως των συλλόγων γονέων, ομάδων πολιτών και οργανώσεων που μπορούν να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη θετικών δράσεων και στη στήριξη των αδυνάτων.
Στο ξεκίνημα της νέας σχολικής χρονιάς, που προμηνύεται ιδιαίτερα θερμή, λόγω των αντιδράσεων στα προωθούμενα μέτρα, είναι σημαντικό να συνδυαστεί η διεκδίκηση για ένα κατάλληλα στελεχωμένο, οργανωμένο και υποστηριζόμενο από την πολιτεία κοινωνικό σχολείο, με τις πρωτοβουλίες για την ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των γονέων, ώστε να βελτιώσουν την ετοιμότητά τους απέναντι στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, και για την ανάπτυξη κοινοτικών δικτύων αλληλεγγύης και συνεργασίας, δίνοντας έτσι ουσιαστικό νόημα στην έννοια της πρόληψης.
Του Γιώργου Μόσχου
Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού και πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής του Δικτύου κατά της Βίας στο Σχολείο
Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού και πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής του Δικτύου κατά της Βίας στο Σχολείο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου