Πόσο δύσκολο είναι να βρεθεί ένα "μοντέλο" που θα δουλέψει αποτελεσματικά στην περίπτωση της εκπαίδευσης των παιδιών Ρομά; Η Αννούλα Μάγκα και η Κατερίνα Μπεμπέ λένε ότι υπάρχουν λύσεις. Η διαπίστωση ότι οι ιδέες των άμεσα ενδιαφερομένων είναι σε εντυπωσιακό βαθμό εναρμονισμένες με τις λύσεις που προτείνει η παγκόσμια βιβλιογραφία αποτέλεσε την αφορμή για το βιβλίο "Να σου πω εγώ πώς θα μάθουν γράμματα - Τσιγγάνες μιλούν για την εκπαίδευση των παιδιών τους".
Ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα στην εκπαίδευση των παιδιών Ρομ, σύμφωνα με τις συνομιλήτριές μας, είναι οι εκπτώσεις που συχνά κάνουν οι εκπαιδευτικοί όσον αφορά την εκπαίδευση των παιδιών τους. «Να σας πω κάτι;» παρεμβαίνει η Αννούλα.
«Οι περισσότεροι δάσκαλοι, νομίζω, το λένε αυτό. Ξέρεις, θα πάμε να διδάξουμε παιδιά στο Δενδροπόταμο, έτσι; Α, είναι Τσιγγανάκια. Ό, τι και να κάνουμε, δεν θα πάρουνε».
Οι χαμηλές προσδοκίες, σε συνδυασμό με μια παιδαγωγική φιλανθρωπίας την οποία συχνά υιοθετούν οι εκπαιδευτικοί, είναι από τα βασικά προβλήματα-ο κύριος λόγος, εκτιμούν οι συνομιλήτριές μας για τον οποίο τα παιδιά τους δεν κατάφεραν να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν την εκπαίδευσή τους. Όπως παρατηρεί η Κατερίνα,
«Ναι, γιατί, επειδή είναι Τσιγγάνος, θα φύγει στην άλλη τάξη, δεν έμαθε- εντάξει, δεν πειράζει . Έχει κενά, δεν έχει κενά; Και δεν πάνε Γυμνάσιο γιατί δεν έχουν τις δυνατότητες. Κι αν δείτε το ποσοστό, τα ποσοστά που ξεκινάνε για Γυμνάσιο εγγραφές, μετά από τρεις μήνες όλα τα παιδιά μένουνε. Γιατί; Γιατί έχουν κενά στη μάθηση.
Στην ερώτηση τι θα ήθελαν να πουν στους/στις εκπαιδευτικούς σχετικά με αυτό το θέμα, η Αννούλα τονίζει:
«Γενικά οι δάσκαλοι να είχαν πιο μεγάλη υπομονή απ’ ό, τι έχουν τώρα. Και να μην τ’ αφήνουνε, δηλαδή, στη μοίρα τους. Δεν γράψανε σήμερα; Δεν άνοιξαν βιβλίο. Έτσι δεν θα πετύχουμε ποτέ τίποτα.. Απλά να έχουν πιο μεγάλη υπομονή όταν έρχονται να διδάξουν παιδιά, ειδικά παιδιά».
Υπομονή, λοιπόν, σε συνδυασμό με σταθερότητα και συνέπεια σε (υψηλούς) στόχους από τη μεριά των εκπαιδευτικών θεωρούν οι συνομιλήτριές μας ότι είναι οι βασικές προϋποθέσεις προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες των παιδιών τους. Σε σχέση με τη στάση των εκπαιδευτικών, μας λέει η Κατερίνα:
«Είναι δύσκολο μαζί και οι δύο, τσιγγάνικη και ελληνική, οπότε θα έχουν και λίγο πρόβλημα στη γλώσσα, [στη] γραμματική, θα υπάρχουν προβλήματα. Να είνα [οι εκπαιδευτικοί] πιο ευέλικτοι./ Ναι μεν ευέλικτοι στο να καταλαβαίνουνε και να νιώθουνε αυτά τα παιδιά, αλλά να μην είναι το δε βαριέσαι, ας πάνε στη Δευτέρα` και ο κύριος εκείνος, ας πάνε στην τρίτη- και ούτω καθ’ εξής. Και φτάνουνε στο Γυμνάσιο και οι εγγραφές μπορεί να είναι εκατό και στην Τρίτη Γυμνασίου να μην έχουμε ούτε τέσσερα παιδιά».
[...] Η ασυνέχεια των εκπαιδευτικών προγραμμάτων τα οποία κατά καιρούς σχεδιάζονται και εφαρμόζονται στην περιοχή τους ή και σε άλλες περιοχές όπου κατοικούν Ρομ είναι, σύμφωνα με τις συνομιλήτριές μας, η αιτία που δεν δρομολογούνται σημαντικές αλλαγές για βελτίωση των συνθηκών τους. Η Αννούλα εκφράζει με πικρία:
«Σε οτιδήποτε γίνεται, γενικά, για τους Ρομ...έρχονται και παρέρχονται. Έρχονται με προγράμματα. Ένα μήνα θα διαρκέσουνε, δηλαδή 100 ώρες, 200 ώρες, θα ‘ρθουνε καλά-καλά αυτοί, θα χρησιμοποιήσουνε μπορώ να πω εμάς τους Τσιγγάνους- ναι, μας χρησιμοποιούνε. Μας χρησιμοποιούνε καλά-καλά, τελειώνει το πρόγραμμα, είτε οτιδήποτε μάθανε τα παιδιά μας εδώ μέσα...ναι, όμως δε φάνηκαν χρήσιμα αυτά που μάθαμε. Άρα τι να πούμε τώρα».
Σίγουρα δεν έχουν παράπονο από τη συχνότητα των προγραμμάτων που εφαρμόζονται για τους Ρομ, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Η Κατερίνα σχολιάζει:
«Δεν έχουμε παράπονο, μας έχουν προσεγγίσει πολλοί άνθρωποι- και μέσα από το Πανεπιστήμιο ήρθαν άνθρωποι εδώ, όπως εσείς τώρα, όπως άλλοι, άλλοι, άλλοι...πάρα πολλοί. Δίκιο έχουν. Βγήκαν τα προβλήματα προς τα έξω. Άλλα μείς θέλουμε να δούμε και τα φώτα...να επιλυθούνε αυτά τα προβλήματα πια».
Συγκεκριμένα για την εκπαίδευση, την οποία επανειλημμένα τονίζουν ότι τη θεωρούν προϋπόθεση για κάθε αλλαγή των συνθηκών τους, οι δύο γυναίκες εκτιμούν ότι οι προσπάθειες που έγινα να δεν απέδωσαν καρπούς, κυρίως λόγω της ασυνέπειας και της ασυνέχειάς τους. Όπως εύστοχα παρατηρεί η Αννούλα:
«Γιατί όλοι που έρχονται εδώ, καλώς των πραγμάτων, μπαίνουν στα σχολεία, μπαίνουν οι ψυχολόγοι, μπαίνουν οι κοινωνιολόγοι, ναι, όμως φεύγοντας δεν άφησαν ένα λιθαράκι πίσω τους».
Και η Κατερίνα συμπληρώνει:
«Έρχονται και παρέρχονται...στο πηλίκο μηδέν, μηδέν του μηδέν. Έτσι».
Οι συνομιλήτριές μας δεν τρέφουν ψευδαισθήσεις. Παρ’ όλη τη μαχητικότητα και τη διάθεσή τους να πολεμήσουν για να αλλάξουν οι συνθήκες της ζωής τους, εκτιμούν ότι:
«...δε θα μας χρησιμοποιήσουν πουθενά. Να μην το πω άχρηστοι, αλλά θα μείνουμε-ζητώ συγγνώμη, ίσως ακούγεται πολύ άσχημα- αλλά θα μείνουμε αχρησιμοποίητοι. Αν από τα διάφορα προγράμματα που έρχονται, αν δεν έρθουν να δουλέψουν σωστά, να δουν ποιες είναι οι ανάγκες μας, πώς μπορούμε να βοηθηθούμε, θα μείνουν γενικά τα Ρομά αχρησιμοποίητα.
Αχρησιμοποίητοι θα μείνουμε, κι εμείς θέλουμε να χρησιμοποιηθούμε. Είτε στην εκπαίδευση, είτε στην εργασία, σε πολλούς σκοπούς».
Ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα στην εκπαίδευση των παιδιών Ρομ, σύμφωνα με τις συνομιλήτριές μας, είναι οι εκπτώσεις που συχνά κάνουν οι εκπαιδευτικοί όσον αφορά την εκπαίδευση των παιδιών τους. «Να σας πω κάτι;» παρεμβαίνει η Αννούλα.
«Οι περισσότεροι δάσκαλοι, νομίζω, το λένε αυτό. Ξέρεις, θα πάμε να διδάξουμε παιδιά στο Δενδροπόταμο, έτσι; Α, είναι Τσιγγανάκια. Ό, τι και να κάνουμε, δεν θα πάρουνε».
Οι χαμηλές προσδοκίες, σε συνδυασμό με μια παιδαγωγική φιλανθρωπίας την οποία συχνά υιοθετούν οι εκπαιδευτικοί, είναι από τα βασικά προβλήματα-ο κύριος λόγος, εκτιμούν οι συνομιλήτριές μας για τον οποίο τα παιδιά τους δεν κατάφεραν να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν την εκπαίδευσή τους. Όπως παρατηρεί η Κατερίνα,
«Ναι, γιατί, επειδή είναι Τσιγγάνος, θα φύγει στην άλλη τάξη, δεν έμαθε- εντάξει, δεν πειράζει . Έχει κενά, δεν έχει κενά; Και δεν πάνε Γυμνάσιο γιατί δεν έχουν τις δυνατότητες. Κι αν δείτε το ποσοστό, τα ποσοστά που ξεκινάνε για Γυμνάσιο εγγραφές, μετά από τρεις μήνες όλα τα παιδιά μένουνε. Γιατί; Γιατί έχουν κενά στη μάθηση.
Στην ερώτηση τι θα ήθελαν να πουν στους/στις εκπαιδευτικούς σχετικά με αυτό το θέμα, η Αννούλα τονίζει:
«Γενικά οι δάσκαλοι να είχαν πιο μεγάλη υπομονή απ’ ό, τι έχουν τώρα. Και να μην τ’ αφήνουνε, δηλαδή, στη μοίρα τους. Δεν γράψανε σήμερα; Δεν άνοιξαν βιβλίο. Έτσι δεν θα πετύχουμε ποτέ τίποτα.. Απλά να έχουν πιο μεγάλη υπομονή όταν έρχονται να διδάξουν παιδιά, ειδικά παιδιά».
Υπομονή, λοιπόν, σε συνδυασμό με σταθερότητα και συνέπεια σε (υψηλούς) στόχους από τη μεριά των εκπαιδευτικών θεωρούν οι συνομιλήτριές μας ότι είναι οι βασικές προϋποθέσεις προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες των παιδιών τους. Σε σχέση με τη στάση των εκπαιδευτικών, μας λέει η Κατερίνα:
«Είναι δύσκολο μαζί και οι δύο, τσιγγάνικη και ελληνική, οπότε θα έχουν και λίγο πρόβλημα στη γλώσσα, [στη] γραμματική, θα υπάρχουν προβλήματα. Να είνα [οι εκπαιδευτικοί] πιο ευέλικτοι./ Ναι μεν ευέλικτοι στο να καταλαβαίνουνε και να νιώθουνε αυτά τα παιδιά, αλλά να μην είναι το δε βαριέσαι, ας πάνε στη Δευτέρα` και ο κύριος εκείνος, ας πάνε στην τρίτη- και ούτω καθ’ εξής. Και φτάνουνε στο Γυμνάσιο και οι εγγραφές μπορεί να είναι εκατό και στην Τρίτη Γυμνασίου να μην έχουμε ούτε τέσσερα παιδιά».
[...] Η ασυνέχεια των εκπαιδευτικών προγραμμάτων τα οποία κατά καιρούς σχεδιάζονται και εφαρμόζονται στην περιοχή τους ή και σε άλλες περιοχές όπου κατοικούν Ρομ είναι, σύμφωνα με τις συνομιλήτριές μας, η αιτία που δεν δρομολογούνται σημαντικές αλλαγές για βελτίωση των συνθηκών τους. Η Αννούλα εκφράζει με πικρία:
«Σε οτιδήποτε γίνεται, γενικά, για τους Ρομ...έρχονται και παρέρχονται. Έρχονται με προγράμματα. Ένα μήνα θα διαρκέσουνε, δηλαδή 100 ώρες, 200 ώρες, θα ‘ρθουνε καλά-καλά αυτοί, θα χρησιμοποιήσουνε μπορώ να πω εμάς τους Τσιγγάνους- ναι, μας χρησιμοποιούνε. Μας χρησιμοποιούνε καλά-καλά, τελειώνει το πρόγραμμα, είτε οτιδήποτε μάθανε τα παιδιά μας εδώ μέσα...ναι, όμως δε φάνηκαν χρήσιμα αυτά που μάθαμε. Άρα τι να πούμε τώρα».
Σίγουρα δεν έχουν παράπονο από τη συχνότητα των προγραμμάτων που εφαρμόζονται για τους Ρομ, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Η Κατερίνα σχολιάζει:
«Δεν έχουμε παράπονο, μας έχουν προσεγγίσει πολλοί άνθρωποι- και μέσα από το Πανεπιστήμιο ήρθαν άνθρωποι εδώ, όπως εσείς τώρα, όπως άλλοι, άλλοι, άλλοι...πάρα πολλοί. Δίκιο έχουν. Βγήκαν τα προβλήματα προς τα έξω. Άλλα μείς θέλουμε να δούμε και τα φώτα...να επιλυθούνε αυτά τα προβλήματα πια».
Συγκεκριμένα για την εκπαίδευση, την οποία επανειλημμένα τονίζουν ότι τη θεωρούν προϋπόθεση για κάθε αλλαγή των συνθηκών τους, οι δύο γυναίκες εκτιμούν ότι οι προσπάθειες που έγινα να δεν απέδωσαν καρπούς, κυρίως λόγω της ασυνέπειας και της ασυνέχειάς τους. Όπως εύστοχα παρατηρεί η Αννούλα:
«Γιατί όλοι που έρχονται εδώ, καλώς των πραγμάτων, μπαίνουν στα σχολεία, μπαίνουν οι ψυχολόγοι, μπαίνουν οι κοινωνιολόγοι, ναι, όμως φεύγοντας δεν άφησαν ένα λιθαράκι πίσω τους».
Και η Κατερίνα συμπληρώνει:
«Έρχονται και παρέρχονται...στο πηλίκο μηδέν, μηδέν του μηδέν. Έτσι».
Οι συνομιλήτριές μας δεν τρέφουν ψευδαισθήσεις. Παρ’ όλη τη μαχητικότητα και τη διάθεσή τους να πολεμήσουν για να αλλάξουν οι συνθήκες της ζωής τους, εκτιμούν ότι:
«...δε θα μας χρησιμοποιήσουν πουθενά. Να μην το πω άχρηστοι, αλλά θα μείνουμε-ζητώ συγγνώμη, ίσως ακούγεται πολύ άσχημα- αλλά θα μείνουμε αχρησιμοποίητοι. Αν από τα διάφορα προγράμματα που έρχονται, αν δεν έρθουν να δουλέψουν σωστά, να δουν ποιες είναι οι ανάγκες μας, πώς μπορούμε να βοηθηθούμε, θα μείνουν γενικά τα Ρομά αχρησιμοποίητα.
Αχρησιμοποίητοι θα μείνουμε, κι εμείς θέλουμε να χρησιμοποιηθούμε. Είτε στην εκπαίδευση, είτε στην εργασία, σε πολλούς σκοπούς».
Πηγή:
http://tvxs.gr
http://tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου