Της Κατερίνας Παπαστεργίου
Αργά το απόγευμα λίγο μετά την δύση, άνοιξα την βαριά καγκελόπορτα με την ίδια λαχτάρα, όπως κάθε Σεπτέμβριο στην ίδια αυλή. Πέντε χρόνια εκεί, πέντε Σεπτέμβρηδες που ακόμα δεν κατάλαβα πως πέρασαν στο ελεύθερο σχολείο. Ο φετινός ήταν ξεχωριστός. Η μυρωδιά της μπογιάς έντονη, χαρακτηριστική, αυτή που μαρτυρά κάτι καινούργιο. Τα θρανία έξω, μια μικρή ανακαίνιση, μια γλυκιά αναστάτωση που είχε τη μυρωδιά λεβάντας. Κόσμος πολύς, φασαριόζικος, είχε να ιδωθεί μήνες. Έστρεψα το κεφάλι μου στα αριστερά γιατί ένιωσα κάτι να με καρφώνει, κάτι να με ακολουθεί, κάτι βαρύ και ανεξήγητο. Εκεί σε εκείνο το θρανίο έξω στην αυλή, καθόταν δυο ζευγάρια μάτια. Ολοστρόγγυλα, γυαλιστερά, ακουμπισμένα σε δυο αγκώνες, να κοιτούν. Να κοιτούν μέσα στα μάτια.
Τι συγκλονιστικό βλέμμα; Όσο ζω δε θα το ξεχάσω...
Έσκυψα να του μιλήσω, θα διαβάζουμε μαζί φέτος; Και του χάιδεψα τα μαλλιά. Θα μάθουμε ανάγνωση και γραφή; Θα παίξουμε, θα ζωγραφίσουμε, θα πηγαίνουμε εκδρομές και θέατρο και χαμογέλασα, όπως κάνεις αυτόματα όταν συναντάς μια παιδική φατσούλα. Χαμογέλασε και εκείνο. Δεν είπε λέξη, κοιτούσε επίμονα και χαμογέλασε δειλά. Ακούγεται μια φωνή από το μπούγιο που φωνάζει αυτός είναι ο Ρούνι, ο καινούργιος μαθητής μας. Δε μιλάει ελληνικά. Είναι από τη Συρία. Δε χρειαζόταν συστάσεις, είχαν προλάβει τα βλέμματα να συστηθούν και να πούνε πολλά και τίποτα. Το χαμόγελο ήταν απάντηση σε ένα χαμόγελο γεμάτο τρυφερότητα και αγάπη, τόση όση αξίζει σε όλα τα παιδιά του κόσμου.
Και πάγωσα στο βλέμμα, σε αυτά τα ματάκια που ήδη είχαν προλάβει να δουν όλη την αγριότητα, τη βία, τον θάνατο, την σκληρότητα των μεγάλων που λασπώνει και λερώνει ξεδιάντροπα άσπρες πουπουλένιες ψυχές. Τι έχουν δει θεέ μου αυτά τα μάτια; Είναι εδώ ή ταξιδεύουν ακόμα; Νιώθουν; Ακούν; Ένα βλέμμα χωρίς βλέμμα. Κενό ή γεμάτο; Σίγουρα τα βλέμματα απέναντι του είναι γεμάτα τύψεις, ενοχές, ντροπή. Γεμάτα με όλες τις συγγνώμες του κόσμου. Με τι κουράγιο γελούν αυτά τα μάτια; Με ποια δύναμη;
Σηκώθηκε να φύγει με την συνοδεία των γονιών του, τον κρατούσε από το χέρι ο πατέρας του. Συνέχιζα να του μιλάω και να του χαμογελάω στηριζόμενη στα γόνατα για να βλέπω τα μάτια να καθρεφτίζουν τα δικά μου, συνέχισα και ας μην καταλάβαινε μου έφτανε που χαμογελούσε. Του φίλησα το χεράκι και τον χαιρέτησα κουνώντας το χέρι.
Γύρισε την πλάτη, ένα τσίμπημα στα σωθικά, ένα σπάσιμο, ένα παράξενο κάτι.....
Και μια φωνή δυνατή να φωνάζει «Συγγνώμη».
Πώς να μάθεις όμως, ορθογραφία στα ανορθόγραφα μυαλά και στις αδιάβαστες συνειδήσεις;
Συγγνώμη Ρούνι.