Είναι τόσο γλυκιά η
μυρωδιά των ανθρώπων που έχουν να δώσουν αγάπη. Σαν πρωινή αύρα τυλίγουν
τις μαύρες σκέψεις σου και τις σκορπίζουν στον αέρα.
Είναι αυτά τα καλοπροαίρετα τυπάκια που δε θίγονται, δεν παρεξηγούνται και δεν έχουν καμία απαίτηση να τους μιλάς με το »σεις» και με το »σας». Μαζί τους μπορείς να σκέφτεσαι φωναχτά και να πετάς ό,τι κοτσάνα σου έρθει στο κεφάλι. Δε σε καλουπώνουν κι ούτε σε φέρνουν σε αμηχανία. Θα σε ακούσουν με χαρά και θα ανταποδώσουν το καλαμπούρι σου πάραυτα.
Θα τους αναγνωρίσεις αμέσως από την διακριτικότητά τους. Δε θα σε κουράσουν ούτε με ψεύτικες γλοιώδεις ευγένειες και κολακείες αλλά ούτε και με παράλογες φλυαρίες. Δε μιλούν για τον εαυτό τους σχεδόν ποτέ εκτός κι αν τους απευθύνεις μία ερώτηση.
Δε δίνουν συμβουλές, δεν κάνουν παρατηρήσεις, παρά μόνο ακούν και προσφέρουν βοήθεια όταν τους ζητηθεί. Και ναι, δεν έχουν άποψη για όλα.
Ξέρουν να κάθονται στη γωνιά τους και να λουφάζουν, να μετρούν το χρόνο και τις κακοτοπιές με στωικότητα χωρίς να γκρινιάζουν, χωρίς να πελαγώνουν. Δε φορτώνουν ποτέ τα προβλήματά τους στους άλλους και δεν τα χρησιμοποιούν ποτέ για να εκβιάζουν συναισθηματικά τους οικείους τους, χωρίς όμως να σημαίνει αυτό πως δεν ζητούν βοήθεια. Αντιθέτως μάλιστα, ζητούν με πολύ μεγάλη άνεση βοήθεια με την ίδια άνεση που την προσφέρουν.
Η μοναξιά είναι κάτι άγνωστο για κείνους γιατί πολύ απλά δεν βάζουν προαπαιτούμενα και κανόνες στους ανθρώπους. Θα κάνουν παρέα με όλους και τους πολύ δύστροπους και κακοπροαίρετους θα τους αποφύγουν με μαεστρία, μιας κι έχουν κι αυτή την πολύτιμη δεξιότητα να αναγνωρίζουν τις αρνητικές προθέσεις των άλλων.
Η αγάπη τους είναι αόρατη, δεν φωνάζει, δεν κραυγάζει κι ούτε δημιουργεί εξαρτήσεις. Με μια πολύ χαλαρή διάθεση σου παίρνουν όλη την κούραση και σου δίνουν φτερά να πετάξεις μόνος σου χωρίς δεκανίκια. Η απουσία σου θα τους πληγώνει πάντα, μα δε θα σου πουν ποτέ να μείνεις δίπλα τους για χάρη τους.
Θα σε ξεπροβοδίσουν σ’ όποιο δρόμο κι αν διαλέξεις και θα σου φυλάνε πάντα μια γωνιά κοντά τους σαν αποφασίσεις να επιστρέψεις.
Είναι αυτά τα καλοπροαίρετα τυπάκια που δε θίγονται, δεν παρεξηγούνται και δεν έχουν καμία απαίτηση να τους μιλάς με το »σεις» και με το »σας». Μαζί τους μπορείς να σκέφτεσαι φωναχτά και να πετάς ό,τι κοτσάνα σου έρθει στο κεφάλι. Δε σε καλουπώνουν κι ούτε σε φέρνουν σε αμηχανία. Θα σε ακούσουν με χαρά και θα ανταποδώσουν το καλαμπούρι σου πάραυτα.
Θα τους αναγνωρίσεις αμέσως από την διακριτικότητά τους. Δε θα σε κουράσουν ούτε με ψεύτικες γλοιώδεις ευγένειες και κολακείες αλλά ούτε και με παράλογες φλυαρίες. Δε μιλούν για τον εαυτό τους σχεδόν ποτέ εκτός κι αν τους απευθύνεις μία ερώτηση.
Δε δίνουν συμβουλές, δεν κάνουν παρατηρήσεις, παρά μόνο ακούν και προσφέρουν βοήθεια όταν τους ζητηθεί. Και ναι, δεν έχουν άποψη για όλα.
Ξέρουν να κάθονται στη γωνιά τους και να λουφάζουν, να μετρούν το χρόνο και τις κακοτοπιές με στωικότητα χωρίς να γκρινιάζουν, χωρίς να πελαγώνουν. Δε φορτώνουν ποτέ τα προβλήματά τους στους άλλους και δεν τα χρησιμοποιούν ποτέ για να εκβιάζουν συναισθηματικά τους οικείους τους, χωρίς όμως να σημαίνει αυτό πως δεν ζητούν βοήθεια. Αντιθέτως μάλιστα, ζητούν με πολύ μεγάλη άνεση βοήθεια με την ίδια άνεση που την προσφέρουν.
Η μοναξιά είναι κάτι άγνωστο για κείνους γιατί πολύ απλά δεν βάζουν προαπαιτούμενα και κανόνες στους ανθρώπους. Θα κάνουν παρέα με όλους και τους πολύ δύστροπους και κακοπροαίρετους θα τους αποφύγουν με μαεστρία, μιας κι έχουν κι αυτή την πολύτιμη δεξιότητα να αναγνωρίζουν τις αρνητικές προθέσεις των άλλων.
Η αγάπη τους είναι αόρατη, δεν φωνάζει, δεν κραυγάζει κι ούτε δημιουργεί εξαρτήσεις. Με μια πολύ χαλαρή διάθεση σου παίρνουν όλη την κούραση και σου δίνουν φτερά να πετάξεις μόνος σου χωρίς δεκανίκια. Η απουσία σου θα τους πληγώνει πάντα, μα δε θα σου πουν ποτέ να μείνεις δίπλα τους για χάρη τους.
Θα σε ξεπροβοδίσουν σ’ όποιο δρόμο κι αν διαλέξεις και θα σου φυλάνε πάντα μια γωνιά κοντά τους σαν αποφασίσεις να επιστρέψεις.