Της Ελένης Γκόρα
Πίστευε ότι τα σκυλιά μισούσαν τους πάντες και τα πάντα. Πίστευε ότι είχαν αθεράπευτες ψυχώσεις. Αλυχτούσαν και κρέμονταν στα κάγκελα με το κάθετι. Ο Σβαν, αν δεν τον έπιανε κείνος ο φόβος, θα τα σκότωνε. Έβλεπε τις κακούργες φάτσες τους, τις κρεμασμένες γλώσσες τους και τις κουνιστές ουρές τους και του ερχόταν να τα κρεμάσει στην καρυδιά, στη μηλιά και στη δαμασκηνιά του. Όποτε έβγαινε απ΄ το σπίτι του και συναντούσε κάποιον ιδιοκτήτη μαζί με τον σκύλο του, έτρεχε μακριά. " Μην φοβάσαι, μυρίζουν τον φόβο" του ΄λεγαν . "Ναι, καλά , είναι τρελαμένα, έχουν ψυχολογικά" απαντούσε ενώ έτρεχε. Ο Σβαν ποτέ δεν κατάλαβε γιατί του το έλεγαν αυτό καθώς και το άλλο. Και τις δώδεκα φορές που τον δάγκωσαν τα σκυλιά, οι ιδιοκτήτες τους του είχαν πει: " Παίζει. Δεν σε δάγκωσε, σε γρατσούνισε". Ο Σβαν όταν θα τα σκότωνε είχε βρει τι θα έλεγε: " Έπαιζα. Δεν τα σκότωσα, τα κοίμησα". Το μόνο σκυλί που ήταν φυσιολογικό ήταν εκείνο το πορσελάνινο που βρισκόταν πάνω στην εταζέρα του και στήριζε τις εγκυκλοπαίδειές του για την κηπουρική. Εκείνο το σκυλί τον κοιτούσε σαν να ήταν διάφανος, σαν να ήταν ανύπαρκτος. Έτσι όπως είχε συνηθίσει. Ένας διάφανος και ανύπαρκτος γείτονας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου