Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Μια μέρα στο μετρό

Της Κατερίνας Παπαστεργίου

Πρωί! Eίχε αυτή την χαρακτηριστική ψύχρα που μαρτυρά πως πέρασε το ξημέρωμα. Αφετηρία – σταθμός Δουκίσσης Πλακεντίας. Tα δρομολόγια προγραμματισμένα. Oλα κυλούν ρολόι, σε 1΄ λεπτό η επιβίβαση αν το χάσεις παίρνεις το επόμενο. Πριν φτάσει το βαγόνι ακούς τον θόρυβο που τον συνοδεύει ένας αέρας που σου πειράζει τα μαλλιά, κάθεσαι και ξεκινά, οι πόρτες κλείνουν, πολλοί μένουν απέξω αγγίζοντάς τες με μια έκφραση μικρής ήττας στην γκριμάτσα τους. Κανείς δεν κοιτά τον άλλον κατάματα μόνο μέσα από το τζάμι αριστερά και δεξιά, μόνο όταν σκοτεινιάζει μέσα στο τούνελ και τα φώτα χτυπούν στο τζάμι, μόνο τότε τολμούν τα βλέμματα.
Άλλοι αγχωμένοι και σκεπτικοί με ή χωρίς χαρτοφύλακες, άλλοι βιαστικοί και ανήσυχοι κουνούν νευρικά τα πόδια τους, άλλοι στραμμένοι στο παράθυρο με μια θλίψη στο βλέμμα κοιτούν και παρατηρούν στο τζάμι-καθρέφτη αυτούς που βρίσκονται και αυτά που εξελίσσονται γύρω τους. H ταχύτητα που γίνεται αισθητή στο στομάχι σαν να εκτοξεύεσαι στον χρόνο και εκείνο το πέρασμα από το σκοτάδι στο φως και από την σιωπή στην φασαρία, ασυνήθιστα. Στάση! Αλλάζει ο κόσμος ανακυκλώνεται.  Όσο διαφορετικός και αν είναι αυτή η μουντάδα εκεί δεν λέει να φύγει, ούτε ένας ήχος να την σπάσει έστω τηλεφώνου, ένα γέλιο, ένα κλάμα….. τίποτα!
“Κανείς δεν κοιτά τον άλλον κατάματα μόνο μέσα από το τζάμι αριστερά και δεξιά, μόνο όταν σκοτεινιάζει μέσα στο τούνελ και τα φώτα χτυπούν στο τζάμι, μόνο τότε τολμούν τα βλέμματα”
Λες και ο προορισμός ήταν άγνωστος και φοβιστικός, λες και όταν έφτανες στον δικό σου αρνιόσουν να κατέβεις για κάποιο λόγο, ίσως δεν ήθελες να πάς για ακόμη μια μέρα στον κανονισμένο προορισμό σου. «Ποιον προορισμό;» αναρωτιέται ο απέναντι «αυτόν που δεν έχω;». Βρίσκεται στο βαγόνι ανάμεσα στους ενεργούς και δραστήριους για να κολλήσει το μικρόβιο της κινητικότητας από αυτούς τους λίγους, να νιώσει ξανά ζωντανός όπως τότε. Eκεί στο φως, σου τραβούν την προσοχή αρχαίες παραστάσεις που είναι τοποθετημένες σε καλαίσθητες προσθήκες στους τοίχους μεταδίδοντάς σου λίγη από την άπιαστη ομορφιά της πόλης που σε κάνει να νιώθεις αμήχανο επαρχιώτη, ανέτοιμο να μοιραστείς το μεγαλείο της που σου το δείχνει από τα υπόγεια της.
Κατεβαίνοντας σε παρασέρνει το πλήθος, ακόμη και αν δεν μπορείς να κάνεις βήμα περπατάς γρήγορα, ακόμη και αν έχεις χρόνο σχεδόν τρέχεις έτσι, για να φτάσεις εγκαίρως στον «προορισμό» σου. Παντού ταμπέλες και βελάκια κάποιοι τις παρατηρούν και μετατρέπονται σε “εμπόδια” και κάποιοι βαδίζουν με “κλειστά μάτια”, σε προσπερνούν νιώθεις τον αγκώνα τους στο σώμα σου, γνωρίζουν τη διαδρομή απέξω μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια από το γυαλιστερό μαρμάρινο πάτωμα. Η κούρσα της επιβίωσης.
Βγαίνοντας ακούς την βουή της ζωηρής πόλης και ασυναίσθητα θες να γυρίσεις πίσω στα έγκατά της. Επιστροφή αργά το απόγευμα. Oι ρυθμοί, το κλίμα, οι ήχοι τόσο αλλιώτικοι μια μεγάλη τονωτική ένεση σε όλα σαν να άλλαξε κάποιος το σκηνικό όσο έλειπες. Ξεθάρρεψαν τα βλέμματα και έγιναν φανερά, τέτοια που δεν αντέχεις και σκύβεις το κεφάλι από ντροπή, συζητήσεις δυνατές σαν να μην υπάρχει κανείς τριγύρω, ιστορίες που τις ακούς θέλοντας και μη γιατί έχουν κάτι από τις δικές σου. Απέναντι ένα παιδί με την μητέρα του να κρατά ένα βιβλίο τόσο χοντρό που δεν χωράει στα χεράκια του, η σταρένια επιδερμίδα και τα μεγάλα εκφραστικά του μάτια σε καθήλωναν. Ανοίγει το βιβλίο και ξεκινά να διαβάζει την σελίδα που δεν πρόλαβε. 
O σελιδοδείκτης ήταν ένα μεγάλο πράσινο στάχυ που τον πρόσεχε σαν τα μάτια του. Ήταν ο πιο πρωτότυπος και αληθινός σελιδοδείκτης που είχα δει ποτέ. Κατεβαίνοντας χαιρέτησε και χαμογέλασε. Όλα φάνταζαν τόσο αλληγορικά στο ταξίδι του χρόνου που αν τα ερμηνεύσεις θα σου αφήσει την ίδια αίσθηση που θα αφήσει μετά από χρόνια το φυλαγμένο στάχυ στα χέρια του.
Τερματικός σταθμός. Mια σακούλα σουπερ μάρκετ ακουμπά και ξυπνά το πόδι σου.
Φτάσαμε!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου