Της Χριστίνας Καναβούρα
Στα πλαίσια του 1ου Καφέ Πολυγλωσσίας στην
Κοζάνη που φιλοξενήθηκε στην ΑΡΣΙΣ-Κοζάνης, παρουσιάστηκε και η παιδική οπτική
γωνία που αφορά στα ζητήματα της γλώσσας. Μία ομάδα μαθητών του Ελεύθερου
Σχολείου ανέπτυξε σε ένα focus group τις απόψεις και τις οπτικές της σχετικά με τα θέματα
της γλώσσας. Εργαλείο του focus group αποτέλεσε το ερωτηματολόγιο των Ingelore Oomen- Welke/ Ευαγγελίας Καραγιαννάκη. Η εξέλιξη της συζήτησης
συντονίστηκε από εκπαιδευτικούς του Ελεύθερου Σχολείου και στη συνέχεια η
παρουσίαση των παρατηρήσεων αποτέλεσε μέρος της εκδήλωσης. Οι μαθητές που πήραν
μέρος στο ερωτηματολόγιο είναι δίγλωσσα παιδιά δημοτικού, ηλικίας 9-12.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις
των παιδιών σχετικά με την ύπαρξη γλώσσας ανάμεσα στα ζώα, ερώτημα που
προβληματίζει και ενήλικες. Όλα τα παιδιά ανεξαιρέτως έδωσαν καταφατική
απάντηση αιτιολογώντας πως οι περίεργοι ήχοι που βγάζουν τα ζώα, παρόλο που δεν
γίνονται κατανοητοί από τους ανθρώπους, είναι η δικιά τους γλώσσα. Άλλη
αιτιολόγηση αποτελεί η διαπίστωση πως κάποια είδη ζώων οργανώνονται σε
ομάδες-αγέλες, επομένως η ενέργεια αυτή αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας γλώσσας
προς συνεννόηση. Μία απάντηση που έγινε αποδεκτή από όλους τους μαθητές, ήταν
πως «Τα μυρμήγκια επικοινωνούν με τις κεραίες τους, άρα μιλάνε». Η σκέψη αυτή
έκανε φανερό πως τα παιδιά εκλαμβάνουν ως γλώσσα, οποιαδήποτε μορφή
επικοινωνίας αναπτύσσεται μεταξύ των μελών μιας ομάδας.
Αναφορικά με την ανάπτυξη της γλώσσας στους
ανθρώπους αποκαλύπτεται πως τα παιδιά κατανοούν τη μέθοδο της μίμησης, αφού πιστεύουν πως η εκμάθηση της
–μητρικής- γλώσσας ενεργοποιείται με φυσικό τρόπο από το άμεσο περιβάλλον, από
την στιγμή της γέννησης, ακούγοντας τους γονείς να μιλάνε και αργότερα
επαναλαμβάνοντας. Στη συνέχεια προσθέτουν πως η εκμάθηση της γλώσσας επίσης
πραγματοποιείται στο σχολείο ή στο φροντιστήριο, γεγονός που αποδεικνύει πως τα
παιδιά αντιλαμβάνονται την ολοκληρωμένη διάσταση της δομής των γλωσσών – προφορική ομιλία, γραφή, ανάγνωση. Ο
τρίτος τρόπος εκμάθησης μιας γλώσσας που διατυπώθηκε είναι η επαφή και η
συναναστροφή με πρόσωπα διαφορετική καταγωγής, λέγοντας πως από φίλους
μαθαίνουν λέξεις και εκφράσεις της γλώσσας τους.
Μεγάλο μέρος της συζήτησης αποτέλεσε η
διγλωσσία φανερώνοντας πως όλα τα παιδιά αισθάνονται τυχερά, ικανά και περήφανα
που μπορούν να μιλούν δύο γλώσσες με την ίδια ευκολία. Ωστόσο, σε αυτή τη
θεματική υπήρξαν διαφωνίες σχετικά με τη χρήση της καθεμιάς γλώσσας. Τα παιδιά
δήλωσαν πως στο σπίτι χρησιμοποιούνται και οι δύο γλώσσες αλλά, κάποια από αυτά
προτιμούν την ελληνική καθώς είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί η κοινωνία (κυρίαρχη
γλώσσα). Ενώ κάποια άλλα δήλωσαν πως προτιμούν την μητρική (αλβανική)
γλώσσα λόγω καταγωγής. Επιπλέον, αποκαλύπτεται πως τα παιδιά μαθαίνουν στους
γονείς τους την ελληνική γραφή και ανάγνωση και διορθώνουν τα λάθη τους ώστε να
γίνονται καλύτεροι. Όταν όμως τα λάθη των γονέων γίνονται μπροστά σε κόσμο, έξω
από την ασφάλεια του σπιτιού, δημιουργούνται διφορούμενα συναισθήματα. Τα
παιδιά νιώθουν είτε εκνευρισμό επειδή ντρέπονται («Οι άλλοι κοροϊδεύουν») είτε
δείχνουν κατανόηση αναγνωρίζοντας την αντικειμενική δυσκολία.
Μια ακόμη παρατήρηση που τραβά την προσοχή
είναι η λειτουργία της αγγλικής γλώσσας ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην εθνοτική και στην ελιτίστικη γλώσσα (ως ελιτίστικη ορίζεται η ξένη γλώσσα που
μαθαίνεται μέσα από σπουδές). Τα παιδιά δήλωσαν πως οι γονείς δεν τους έμαθαν
το γραμματισμό, δηλαδή την έγγραφη μορφή της μητρικής (αλβανικής) γλώσσας,
ωστόσο τα ίδια γνωρίζοντας την αγγλική γλώσσα μπορούν να διαβάζουν και τα
αλβανικά καθότι οι δύο γλώσσες χρησιμοποιούν το ίδιο αλφάβητο.
Η σύγκριση της ελληνικής με την αλβανική γλώσσα επίσης συζητήθηκε. Η ύπαρξη κοινών λέξεων μεταξύ των δύο γλωσσών διευκολύνει τη χρήση τους, ενώ μία ακόμη ομοιότητα που ανέφεραν, είναι πως όπως και στα ελληνικά, έτσι και στα αλβανικά υπάρχουν διάλεκτοι που τους επιτρέπουν να καταλαβαίνουν λόγω προφοράς από ποιο μέρος κατάγεται ο συνομιλητής τους. Μία διαφορά στη δομή της γλώσσας που εντοπίστηκε έγκειται στο γεγονός πως τα αλβανικά δεν έχουν άρθρα, σε αντίθεση με τα ελληνικά που τα παιδιά πρέπει να παρατηρούν τις καταλήξεις για να καταλάβουν το γένος των λέξεων.
Η σύγκριση της ελληνικής με την αλβανική γλώσσα επίσης συζητήθηκε. Η ύπαρξη κοινών λέξεων μεταξύ των δύο γλωσσών διευκολύνει τη χρήση τους, ενώ μία ακόμη ομοιότητα που ανέφεραν, είναι πως όπως και στα ελληνικά, έτσι και στα αλβανικά υπάρχουν διάλεκτοι που τους επιτρέπουν να καταλαβαίνουν λόγω προφοράς από ποιο μέρος κατάγεται ο συνομιλητής τους. Μία διαφορά στη δομή της γλώσσας που εντοπίστηκε έγκειται στο γεγονός πως τα αλβανικά δεν έχουν άρθρα, σε αντίθεση με τα ελληνικά που τα παιδιά πρέπει να παρατηρούν τις καταλήξεις για να καταλάβουν το γένος των λέξεων.
Στις περιπτώσεις της ισορροπημένης
διγλωσσίας οι ομιλητές γνωρίζουν και χρησιμοποιούν εξίσου αποτελεσματικά
τις δύο γλώσσες, διατηρώντας τα ξεχωριστά στοιχεία της καθεμίας χωρίς την
πρόκληση σύγχυσης μεταξύ τους, ακόμη και στο πεδίο της σκέψης. Η σκέψη
εκδηλώνεται και μέσω των ονείρων, για τα οποία τα παιδιά δήλωσαν πως
ονειρεύονται και στις δύο γλώσσες. Εντούτοις, στις περιπτώσεις της αφαιρετικής διγλωσσίας η γνώση της δεύτερης γλώσσας, δηλαδή των
ελληνικών, λόγω της συστηματικής χρήσης της τόσο στο ευρύτερο κοινωνικό όσο και
στο οικογενειακό περιβάλλον οδηγεί στη
μείωση της επάρκειας της πρώτης, οπότε τα παιδιά ονειρεύονται στα ελληνικά.
Αφήνοντας το θέμα της διγλωσσίας, η
συζήτηση προχώρησε στο ερώτημα της δημιουργίας των γλωσσών. Οι δύο πιο
διαδεδομένες απαντήσεις που δόθηκαν επί του ερωτήματος ήταν οι εξής: είτε πως
«κάποιος σκέφτηκε τις λέξεις και τις είπε στους υπόλοιπους για να
συνεννοούνται» είτε πως τα φωνήματα των πρώτων ανθρώπων εξελίχθηκαν σε σύμβολα
της γλώσσας, σε γράμματα, λέγοντας πως «από τις κραυγές των πρώτων ανθρώπων
έγιναν τα φωνήεντα και τα σύμφωνα κι έπειτα τα αποτύπωσαν και σε τοιχογραφίες».
Τέλος, στη σύγκριση μεταξύ ομιλίας και
σκέψης τα παιδιά συμφώνησαν πως η σκέψη προηγείται χρονικά καθώς « το μυαλό
κινείται πολύ γρήγορα» δικαιολογώντας με αυτήν την πρόταση πως για να
μιλήσουμε, πρώτα σκεφτόμαστε. Σχετικά με την παραδοχή αυτή ένας μαθητής έδωσε
ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παράδειγμα, το παράδειγμα του τσεκουριού: « Οι άνθρωποι
πρώτα σκέφτηκαν ότι χρειάζεται να κατασκευάσουν αυτό το εργαλείο, μετά το
ονόμασαν.»
Λαμβάνοντας υπόψη τις απαντήσεις αυτές,
γίνεται αντιληπτό πως ο απλός τρόπος σκέψης των παιδιών όχι μόνο έρχεται σε
συμφωνία με τον πολύπλοκο και σύνθετο των ενηλίκων αλλά, ίσως κάποιες φορές
βλέπει πιο ξεκάθαρα τα ζητήματα που μας απασχολούν. Όπως και να έχει, ακόμα κι
αν οι απαντήσεις δεν βασίζονται σε επιστημονικά επιχειρήματα, σίγουρα
παρουσιάζει ενδιαφέρον η παιδική οπτική γωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου