Του Παναγιώτη Λογγινίδη
Αν και πολύ εντυπωσιακό, είναι ολικό ψέμα ότι εν αρχή
ην ο λόγος. Στην αρχή ήταν η θάλασσα. Και στο τέλος, η θάλασσα ήταν.
Και μεις πλέουμε στη στεριά, αφού το μάτι μας έχει εντυπώσει τη διαρκή
κίνηση της θάλασσας. Τι συμβαίνει λοιπόν με τη θάλασσα και τόσο κυριεύει
τον ανθρώπινο ψυχισμό ώστε να γίνεται κλασικό μοτίβο των συγγραφέων;
Είναι η απέραντη μάνα, ψυχαναλυτικά, έτοιμη να μας εγκολπώσει; Είναι η
διαρκής υπενθύμιση του ελλείμματός μας που την κάνει τόσο σπουδαία, αφού
ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να επιβιώσουμε μέσα της ή να περπατήσουμε πάνω
της, κάτι που κάνει με περισσή ευκολία ένα μικροσκοπικό ψάρι; Κι αν
πάλι η τεχνολογία πέτυχε τον σκοπό της, να μας αποπροσανατολίσει από την
αρχετυπική ανθρώπινη ματιά στη θάλασσα, αυτή του συμβόλου και του
ιερού, της θεότητας και του άπιαστου, μήπως η θάλασσα κατέληξε
περιφρονημένη για τη μάζα των ανθρώπων να αποτελεί το καλοκαιρινό της
αποχωρητήριο;
Στη λογοτεχνία, η θάλασσα ανακτά την αρχική της
έννοια, την απλή και σπουδαία, τη φανερή και μαγική, την άσπρη και μπλε.
Απαλλαγμένη από φτιασιδώματα, η θάλασσα αποτέλεσε πάντα το ιερό τοτέμ
των ανθρώπων ενώ από την άλλη, αυτή η απεραντοσύνη της κατάφερε να γίνει
και το μυστικό ταμπού, ειδικά των παραθαλάσσιων ανθρώπων. Σ’ αυτή την
πρώτη της μορφή, η θάλασσα καταφέρνει να γίνει η αγαπημένη των απανταχού
ποιητών.
Στη λογοτεχνία, η θάλασσα ανακτά την αρχική της έννοια, την απλή και σπουδαία, τη φανερή και μαγική, την άσπρη και μπλε. Απαλλαγμένη από φτιασιδώματα, η θάλασσα αποτέλεσε πάντα το ιερό τοτέμ των ανθρώπων.
Ο Σεφέρης αναφέρει: Η θάλασσα που ονομάζουν γαλήνη / Πλεούμενα κι άσπρα πανιά / μπάτης από τα πεύκα και τ’ Όρος της Αίγινας / λαχανιασμένη ανάσα / το δέρμα σου γλιστρούσε στο δέρμα της / εύκολο και ζεστό / σκέψη σχεδόν ακάμωτη κι αμέσως ξεχασμένη / Μα στα ρηχά ένα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι / και στο βυθό- / αν συλλογιζόσουν ως που τελειώνουν τα όμορφα νησιά / Σε κοίταζα μ’ όλο το φως και το σκοτάδι που χω.
Παρατηρούμε εδώ πόσο εύκολα ο Σεφέρης συνταιριάζει τη θάλασσα με το
ερωτικό στοιχείο, με τέτοια νοηματική φυσικότητα σαν την αυτονόητη
κίνηση της θάλασσας, μέσα έξω, συνέχεια.
Αλλού ο Σεφέρης αναφέρει: Η θάλασσα που σε πήρε μακριά / τόσο απαλή σαν τον κόρφο μητέρας / αυτή το ξέρει.
Ακόμα στο Δ’ ποίημα της συλλογής του Επί Σκηνής αναφέρει: Η θάλασσα˙ πώς έγινε έτσι η θάλασσα / Άργησα χρόνια στα βουνά˙ με τύφλωσαν οι πυγολαμπίδες. / Τώρα σε τούτο τ’ ακρογιάλι περιμένω / ν’ αράξει ένας άνθρωπος / ένα υπόλειμμα, μία σχεδία… Κι όμως ήταν γλυκό το κύμα / όπου έπεφτα παιδί και κολυμπούσα / κι ακόμη σαν ήμουν παλικάρι / καθώς έψαχνα σχήματα στα βότσαλα, / γυρεύοντας ρυθμούς, / μου μίλησε ο θαλασσινός Γέρος: /«Εγώ είμαι ο τόπος σου˙/ ίσως να μην είμαι κανείς / αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις».
Ο Σεφέρης αντιμετωπίζει τη θάλασσα υπό το πρίσμα του
ειδικού, του υποκειμενικού, του ανθρώπινου. Η θάλασσα εδώ είναι πρόσωπο
και συνδέεται άμεσα με το ανθρώπινο υποκείμενο και τα συναισθήματα. Δεν
πλέκει συμβολικά στοιχεία στην ποίησή του και τη θάλασσα, δείχνοντας
βέβαια και τις λογοτεχνικές του καταβολές, διάφορος από τους λίγο
νεότερούς του ποιητές.
Από την άλλη ο Ελύτης, ο οποίος θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί, αν μας επιτρέπεται η έκφραση, «ο κατεξοχήν ποιητής της
θάλασσας, ο πνευματικός της πατέρας, ο νονός της», πλάθει την έννοια της
θάλασσας κατά τας εσωτερικάς γραφάς των ανθρώπων που την κατοικούν και
κατά τις υποδείξεις των υπόλοιπων φυσικών στοιχείων που γειτνιάζουν με
αυτή. Αναφέρει λοιπόν με ασύλληπτη συμβολική ειλικρίνεια, όπως μια
ακτινογραφία διαπερνά το άχαρο σώμα μας και δείχνει τη βάση της στήριξής
του, με αφοπλιστικό ταυτόχρονα ρεαλισμό στον λόγο: Για όποιον η
θάλασσα στον ήλιο είναι «τοπίο» - η ζωή μοιάζει εύκολη κι ο θάνατος
επίσης. Αλλά για τον άλλο είναι κάτοπτρο αθανασίας, είναι «διάρκεια».
Μια διάρκεια που μόνο το ίδιο της το εκθαμβωτικό φως δε σ’ αφήνει να τη
συλλάβεις.
Ακολούθως γράφει: Από τέσσερις πέτρες και λίγο θαλασσινό νερό / είχα κάνει ναό που καθόμουν να τον φυλάγω. Ή αλλού: Θεέ μου τι μπλέ ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε! Ή ακόμα: Τ’
ανώτερα μαθηματικά μου τα έκανα στο σχολείο της θάλασσας. Ιδού και
μερικές πράξεις για παράδειγμα: το γινόμενο των μυριστικών χόρτων επί
την αθωότητα δίνει πάντα το σχήμα κάποιου Ιησού Χριστού. Η ευτυχία είναι
η ορθή σχέση ανάμεσα στις πράξεις (σχήματα) και τα αισθήματα (χρώματα).
Ο Καββαδίας, ο άνθρωπος-θάλασσα, θυσιάζει το σάρκινό του σώμα σε ένα υγρό φαντασιακό, στο θαλασσινό παλίμψηστο.
Ο Χιόνης κάνει συχνές αναφορές στη θάλασσα και δεν διστάζει να τις αφαιρεί: Του
αρέσει η θάλασσα. Κοιτά τα κύμματα, ώρες ατέλειωτες, που πάνε κι
έρχονται. Του αρέσει η θάλασσα γιατί του επιτρέπει ή, μάλλον, του
επιβάλλει να μη σκέφτεται. Η θάλασσα είναι η πιο σίγουρη οδός προς την
ηλιθιότητα που τόσο επιθυμεί˙ ποτέ η σκέψη δεν του βγήκε σε καλό˙ πάντα
σε αδιέξοδο τον έφερε, σε απόγνωση. Γι’ αυτό αγαπά τη θάλασσα, το αέναο,
υπνωτικό της πήγαιν’ έλα, κι η μεγαλύτερη φιλοδοξία του είναι να γίνει
ψάρι, κάποτε, με κρύο αίμα, με ελάχιστο αργό μυαλό και με μιαν άφωνη
ομιλία.
Ο Ρεμπό γράφει: «Ανακαλύφθηκε / Τι; / Η αιωνιότητα / Είναι η θάλασσα αναμεμειγμένη με τον ήλιο» ενώ
ο Καββαδίας, ο άνθρωπος-θάλασσα αν μπορούσαμε να πούμε, θυσιάζει το
σάρκινό του σώμα σε ένα υγρό φαντασιακό, στο θαλασσινό παλίμψηστο. Συχνά
λοιπόν, απαξιώνει τη στεριά γράφοντας Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη ή αλλού Πουλί πουλάκι στεριανό / θάλασσα δε σου πρέπει.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι το σύνολο
των ποιητών, ίσως με ελάχιστες εξαιρέσεις, έκαναν χρήση του δικαιώματός
τους να αναφερθούν έστω και μία φορά στη μητέρα όλων, τη θάλασσα, όπως
λέει μια σπουδαία σύγχρονη ποιήτρια, η Λένα Πλάτωνος. Αυτό φυσικά δεν
είναι τυχαίο, ειδικά με τους λαούς που η θάλασσα παίζει το ρόλο του
ηλιακού καθρέφτη και τουλάχιστον για δύο μήνες τον χρόνο τόσο πολύ
τυφλώνει τους θαυμαστές της που μετά βίας αναπνέουν. Ο συμβολικός αυτός
θάνατος (ενίοτε και πραγματικός) που μας προσφέρει τόσο απλόχερα η
θάλασσα γίνεται λοιπόν τροφή για λέξεις και για ποίηση, για μουσική και
χορό, για έκφραση. Η αδιάκοπη κίνηση της θάλασσας δημιουργεί αδιάκοπες
δονήσεις σε όλα τα όντα που την περιβάλλουν και στον άνθρωπο. Έτσι δεν
θα δείτε βαριά ηπειρώτικα μοιρολόγια στη θάλασσα, απότομους ποντιακούς
σκοπούς από τα παρχάρια σε μέρη χωρίς υψόμετρο, σταθερούς, αυστηρούς
σλαβομακεδόνικους σκοπούς σε μέρη που φυσάει ενάλιος αέρας.
Η σύζευξη με τον έρωτα συμβαίνει σχεδόν
αυτοματοποιημένα. Ψυχαναλυτικά, το υγρό στοιχείο είναι κατεξοχήν
ερωτικό, αφού συνδέεται με τη γενετήσια πράξη. Η θάλασσα ως το απόλυτο
υγρό στοιχείο προκαλεί ερωτικές αναταράξεις στους λουόμενους, σε
συνδυασμό με την αφαίρεση των επίκτητων ρούχων που δεν συμβαίνει τόσο
μαζικά σε κανένα δημόσιο χώρο. Ο Φρόιντ, στις πέντε σπουδές του για την
ψυχανάλυση δεν αφήνει κανένα περιθώριο στο γεγονός της ύπαρξης ερωτικής
(σε επίπεδο πάντα συναισθηματικό) ζωής ήδη από την παιδική ηλικία.
Μιλάει για το φαινόμενο του παιδικού αυτοερωτισμού, όπου άλλα όργανα από
τα ερωτικά έρχονται να αναδειχθούν για το παιδί, μεταξύ των οποίων και
το δέρμα. Ανάμεσα λοιπόν στις σωματικές εκδηλώσεις του παιδιού, μία από
τις αγαπημένες του είναι και η θάλασσα, αφού η απελευθέρωση του
ερωτισμού, στο πρώιμο στάδιό της, είναι γεγονός και μάλιστα χωρίς να
κατακρίνεται. Φυσικά μια σωρεία ψυχοπαθογενειών με εξέχουσα αυτή της
νεύρωσης αποτυπώνεται απόλυτα στην ερωτική έκφραση, όπως αυτή πρώτα
εκδηλώνεται με την ερωτική (συναισθηματικά καταρχήν) επιθυμία.
Αφού λοιπόν ο έρωτας και η περί αυτού επιθυμία έλαβε
ήδη μια θέση σημαντική στο βάθρο των εννοιών του συμβολισμού στις αρχές
του προηγούμενου αιώνα και αφού ο ανθρωπισμός (humanismus)
επαναπροσδιόρισε τα τελευταία τετρακόσια χρόνια την αξία της ελεύθερης
έκφρασης του ανθρώπου, απαλλαγμένης από τις θρησκευτικές νόρμες, μετά
τους συμβολιστές, οι συγγενείς τους υπερρεαλιστές ασχολήθηκαν κατεξοχήν
με αυτόν, συνέχοντάς τον ανά τακτά διαστήματα με τη θάλασσα. Ας
αναφέρουμε εδώ ενδεικτικά τον Ελύτη, ο οποίος αφιερώνει μία συλλογή του,
Τα Ρω του Έρωτα, στον έρωτα, γράφει γι’ αυτό: Και η
θάλασσα είναι απέραντη, τα πουλιά μυριάδες, οι ψυχές όσες και οι
συνδυασμοί που μπορούν να γεννήσουν οι ήχοι και τα λόγια, όταν ο έρωτας
και το όνειρο συμβασιλεύουν ή ακόμα Ο έρωτας που μας παίρνει και μας ξαναδίνει σαν παιδιά, στην ποδιά της Γης.
Ο έρωτας είναι η πάλη με το ανέφικτο, που γίνεται συχνά επικίνδυνο, είναι δείγμα της αλαζονείας του ανθρώπου, το φαντασιακό του τρίτο χέρι για τις βαριές δουλειές, η υψικάμινος που διοχετεύει στην ατμόσφαιρα τους εσωτερικούς του ρύπους, η ανάγκη για αυτοεκτίμηση, το βιβλίο που πάντα κουβαλάς στη σάκα σου για να το ανοίξεις όταν υπάρξει ανάγκη.
Ο Αρανίτσης, ειδικός επί του περιεκτικού ποιητικού
λόγου, αφού ο ίδιος τόσο πολύ εξύμνησε τα ιδεοσύμβολά του που έχει
μεταμορφωθεί σε τέτοιο, γράφει πλαγίως για τον έρωτα: Στη ζωή του
ευτυχισμένου ανθρώπου (ακόμη κι αν ο ίδιος δεν το ξέρει), έχει προηγηθεί
ο αρραβώνας του νου του με τα σύμβολα… Παράδειγμα, η γυναίκα που
ερωτεύθηκα έγινε σύμβολο της αγάπης μου για όλες τις ωραίες και τρυφερές
γυναίκες που μυρίζουν όπως το φρέσκο ύφασμα μέσα στη λέξη
«δοκιμαστήριο».
Πώς λοιπόν μπορεί να γίνει αντιληπτός ο έρωτας μες
στη λογοτεχνία, ως κορυφή της συναισθηματικής πυραμίδας που εφηύρε ο
σκεπτόμενος άνθρωπος, όταν πέρασε από τη φυσική κατάσταση σε αυτή του
έλλογου όντος; Η απάντηση δεν διαφέρει από αυτή που θα έδινε και ο πιο
αδαής περί της ποίησης: όπως και στην καθημερινή ζωή. Θα μπορούσαμε να
πούμε λοιπόν ότι ο έρωτας είναι η πάλη με το ανέφικτο, που γίνεται συχνά
επικίνδυνο, είναι δείγμα της αλαζονείας του ανθρώπου, το φαντασιακό του
τρίτο χέρι για τις βαριές δουλειές, η υψικάμινος που διοχετεύει στην
ατμόσφαιρα τους εσωτερικούς του ρύπους, η ανάγκη για αυτοεκτίμηση, το
βιβλίο που πάντα κουβαλάς στη σάκα σου για να το ανοίξεις όταν υπάρξει
ανάγκη.
Στη λογοτεχνία, άλλοτε ως καθαρή, ατόφια συγκίνηση
επικρατεί σε συγγραφείς όπως ο Παπαδιαμάντης, από τους κατεξοχήν υμνητές
του έρωτα ή ακόμα τους ποιητές του ρομαντισμού (Αριστομένης
Προβελέγγιος, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Γεώργιος Τερτσέτης κ.ά.) κι άλλοτε
εμφανίζεται σα σύμπλεγμα κυρίαρχο στο σύγχρονο άνθρωπο, τοποθετημένο
στην πιο αναλυτική-ψυχαναλυτική του μορφή (Καρούζος, Σαραντάρης,
Εμπειρίκος, Δημουλά). Ομολογουμένως, ένα από τα πιο συχνά λογοτεχνικά
μοτίβα, δύσκολα επιτρέπει ανασκολοπισμούς. Αφού λοιπόν, κατά τη γαλλική
ορολογία, πρόκειται για ένα θέμα «trop traité», ενέχει ρίσκο όποια
απόπειρα σύγχρονου λογοτέχνη να ασχοληθεί με αυτό. Κι ενώ η αποτίναξη
του πουριτανισμού επίπλαστα δημιούργησε στον σύγχρονο άνθρωπο την
εντύπωση της ελεύθερης ερωτικής πραγμάτωσης, η εφηβική ματιά στον έρωτα,
αυτή που εξυμνεί ο Αρανίτσης στον ΙΨ τον τυπογράφο ως η μόνη
αναγκαία προϋπόθεση εμφάνισης του έρωτα, καταλήγει αποσβολωμένη στο
χρονοντούλαπο της ιστορίας για να αφήσει την ποίηση έρμαιο στη
σεξουαλική προσέγγιση του έρωτα.
Αξίζει όμως, εν κατακλείδι, μια ζωή για έρωτες και
θάλασσες με πλάτος και βάθος αφού η γενναιοδωρία χαρακτηρίζει αυτά τα
τόσο αφυλάκιστα στοιχεία. Και το κάθε καλοκαίρι μας περιμένει.
Το κείμενο αναγνώσθηκε στη ΔΕΒΘ 2017.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΟΓΓΙNIΔΗΣ είναι ποιητής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου