Σε εποχές λιτότητας, όλοι
έχουμε κάποιον αόρατο δράκο που μας κυνηγάει και μας αγχώνει. Είναι η
βαθμιαία πτώση του βιοτικού μας επιπέδου και η δραστική μείωση της
αγοραστικής μας δύναμης. Για να επιβιώσουμε όλο και κάτι πρέπει να
κόβουμε. Και αυτό που κόβουμε είναι το «έξω» που για τον καθένα είναι
διαφορετικό.
Άλλος είχε το ταβερνάκι του, κάποιοι τα θεάματά τους, άλλοι τις εκδρομές τους ή τα χόμπι τους, από τα οποία έπαιρναν μιαν απόλαυση. Να μη μιλήσουμε τώρα για ταξίδια ή διακοπές γιατί θα μοιάζει πρόκληση, τη στιγμή που ο άλλος τρέφεται από τους κάδους των σκουπιδιών.
Αλλά δεν είναι μόνο το «έξω» που κόβεται, είναι και το «μέσα». Δηλαδή το φαγητό. Αυτά που δεν κόβονται είναι οι λογαριασμοί και οι φόροι. Και αν τύχει κάτι έκτακτο, π.χ. να χαλάσει ο θερμοσίφωνας, τότε θα πρέπει να κόψεις από το φαγητό.
Αυτά ο καθένας τα ζει σαν προσωπική συμφορά και κατά κανόνα κουλουριάζεται μπροστά στην τηλεόραση αναζητώντας την αποβλάκωσή του, ψάχνοντας εκεί μια έξοδο φυγής και στο βάθος να υπάρχει κάποιος Μεσσίας-Σωτήρας. (Ίσος και στο διπλανό κανάλι.)
Ο δικός μας ο λαός στη συντριπτική του πλειονότητα είναι συντηρητικός και δεξιός με πολλές αποχρώσεις και δεν εκφράζεται αποκλειστικά από τη Ν.Δ. Δεξιά πτέρυγα έχει το κάθε κόμμα, όποια και αν είναι η ιδεολογική του αναφορά. Π.χ. ΣΥΡΙΖΑ από ΚΚΕ εσ.
Όλα αυτά συγκροτούν μια εθνική νοοτροπία που λέγεται απάθεια και εκφράζεται επιθετικά προς τον διπλανό του. Δηλαδή, στον όμοιό του. Αυτό με άλλους όρους λέγεται διάλυση του κοινωνικού ιστού. ‘Η, με ακόμα πιο αυστηρούς προσδιορισμούς, ένας λαός υποταγμένος και νικημένος.
Κόβοντας το «έξω» δεν κόβουμε τα περιττά έξοδα. Κόβουμε τη σχέση μας με την κοινωνία. Το ταβερνάκι δεν είναι οι μπεκροκανάτες. Είναι η επαφή των ανθρώπων της γειτονιάς όπου ανταλλάσσουν εμπειρίες και επεξεργάζονται τα προβλήματά τους.
Και αποκτούν μια γνώση που βγαίνει από την ίδια τους τη ζωή. Και εδώ δεν χωράει κανένα ψέμα γιατί δεν έχει καμία αξία (αν και δεν αποκλείονται κάποιοι φανφαρονισμοί). Τα θεάματα, όποια κι αν είναι αυτά, ακόμα και η μπάλα, μας εντάσσουν σε μια μεγαλύτερη κοινότητα που μας επιτρέπει να ξεφύγουμε από τη μοναξιά μας.
Οι εκδρομείς και οι φυσιολάτρες δεν είναι οι αργόσχολοι συνταξιούχοι, αλλά αυτοί που, έστω και υποσυνείδητα, ακόμα και περιστασιακά, θέλουν να ζήσουν μια στιγμή στο φυσικό τους περιβάλλον.
Με άλλα λόγια: κόβοντας το «έξω» καταργούμε την ανθρώπινη υπόστασή μας και γινόμαστε κατοικίδια στην κοινωνία της τηλεόρασης. Το καλύτερο δώρο που μπορούμε να κάνουμε σ’ αυτούς που μας εξουσιάζουν αξιοποιώντας την εμπειρία αιώνων.
Η εξουσία είναι ένα τέρας που αυτοτροφοδοτείται. Όλα για πάρτη της και τίποτα για τους άλλους. Οι ζωές των άλλων δεν αξίζουν τίποτα, είναι αναλώσιμες. Συχνά αυτό παρουσιάζεται σαν θεϊκή τάξη και έχουμε και κάποιον αυτοκράτορα ή πατριάρχη που έχουν την αποκλειστική αντιπροσωπεία του Θεού στη Γη.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που το αίτημα της ανθρωπότητας ήταν ειρήνη και ευημερία, στον ανεπτυγμένο κόσμο αυτό μετατράπηκε σε καταναλωτισμό. Γιατί οι πόλεμοι ποτέ δεν έπαψαν μέχρι τις μέρες μας.
Απλά μεταφέρθηκαν στην περιφέρεια με αντιπροσώπους των ιμπεριαλιστών και όχι μεταξύ των ιμπεριαλιστών. Αλλά η κατανάλωση είχε προϋπάρξει με τον Χίτλερ. Στην ουσία εξαγόρασε τις λαϊκές μάζες με αυτοκίνητα, ψυγεία, κουζίνες και ραδιόφωνα (που δεν έπιαναν βραχέα, για να μην ακουστεί το BBC).
Η κατανάλωση είναι η ψευδαίσθηση πως μπορείς να αποκτήσεις τα πάντα, πολύ πιο πέρα από τις δικές σου οικονομικές δυνατότητες. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Φυλακίζεσαι στην τράπεζά σου και χάνεις ό,τι έχεις και δεν έχεις.
Αυτή η μεταλλαγή του πολίτη σε καταναλωτή, κατά τη δική μου άποψη, είναι μια μεταλλαγή του ανθρώπινου είδους. Όταν χάσει τη δυνατότητα του καταναλωτή, δεν σκέφτεται την ανθρώπινη φύση του και κατ’ επέκταση την πολιτική του υπόσταση, άρα και τη δράση του.
Αναπολεί την παλιά του κατανάλωση-σιγουριά και αυτή ψάχνει να βρει, έστω και μάταια. Θα μπορούσα να αποκαλέσω αυτούς τους ανθρώπους κλινικά νεκρούς και χρήσιμους μόνο για ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής. Είμαι υπερβολικός; Είμαι σκληρός; Είμαι άδικος;
Δεν ξέρω. Απλά καταγράφω αυτά που παρατηρώ, δίπλα μας και πλάι μας. Είναι όλοι αυτοί που λένε τίποτα δεν γίνεται και τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε. Και αυτούς τους ανθρώπους τούς φοβάμαι. Εύκολα μπορούν να βρουν μια δουλειά ως βασανιστές. Και θα είναι ο άνεργος της διπλανής πόρτας.
Σ’ αυτήν την κατάσταση μας χρειάζονται τα γαλατικά χωριά. Που υπάρχουν και δεν τα βλέπουμε. Που παίζουν μουσικές για μας και δεν τις ακούμε.
Έχουμε τους πρόσφυγες από κατεστραμμένες χώρες, που θα μας μάθαιναν τη σημερινή πραγματικότητα του κόσμου, αλλά θέλουμε να τους διώξουμε. Και στην ουσία διώχνουμε τον εαυτό μας από την πραγματικότητα. Άξιος ο μισθός μας.
Άλλος είχε το ταβερνάκι του, κάποιοι τα θεάματά τους, άλλοι τις εκδρομές τους ή τα χόμπι τους, από τα οποία έπαιρναν μιαν απόλαυση. Να μη μιλήσουμε τώρα για ταξίδια ή διακοπές γιατί θα μοιάζει πρόκληση, τη στιγμή που ο άλλος τρέφεται από τους κάδους των σκουπιδιών.
Αλλά δεν είναι μόνο το «έξω» που κόβεται, είναι και το «μέσα». Δηλαδή το φαγητό. Αυτά που δεν κόβονται είναι οι λογαριασμοί και οι φόροι. Και αν τύχει κάτι έκτακτο, π.χ. να χαλάσει ο θερμοσίφωνας, τότε θα πρέπει να κόψεις από το φαγητό.
Αυτά ο καθένας τα ζει σαν προσωπική συμφορά και κατά κανόνα κουλουριάζεται μπροστά στην τηλεόραση αναζητώντας την αποβλάκωσή του, ψάχνοντας εκεί μια έξοδο φυγής και στο βάθος να υπάρχει κάποιος Μεσσίας-Σωτήρας. (Ίσος και στο διπλανό κανάλι.)
Ο δικός μας ο λαός στη συντριπτική του πλειονότητα είναι συντηρητικός και δεξιός με πολλές αποχρώσεις και δεν εκφράζεται αποκλειστικά από τη Ν.Δ. Δεξιά πτέρυγα έχει το κάθε κόμμα, όποια και αν είναι η ιδεολογική του αναφορά. Π.χ. ΣΥΡΙΖΑ από ΚΚΕ εσ.
Όλα αυτά συγκροτούν μια εθνική νοοτροπία που λέγεται απάθεια και εκφράζεται επιθετικά προς τον διπλανό του. Δηλαδή, στον όμοιό του. Αυτό με άλλους όρους λέγεται διάλυση του κοινωνικού ιστού. ‘Η, με ακόμα πιο αυστηρούς προσδιορισμούς, ένας λαός υποταγμένος και νικημένος.
Κόβοντας το «έξω» δεν κόβουμε τα περιττά έξοδα. Κόβουμε τη σχέση μας με την κοινωνία. Το ταβερνάκι δεν είναι οι μπεκροκανάτες. Είναι η επαφή των ανθρώπων της γειτονιάς όπου ανταλλάσσουν εμπειρίες και επεξεργάζονται τα προβλήματά τους.
Και αποκτούν μια γνώση που βγαίνει από την ίδια τους τη ζωή. Και εδώ δεν χωράει κανένα ψέμα γιατί δεν έχει καμία αξία (αν και δεν αποκλείονται κάποιοι φανφαρονισμοί). Τα θεάματα, όποια κι αν είναι αυτά, ακόμα και η μπάλα, μας εντάσσουν σε μια μεγαλύτερη κοινότητα που μας επιτρέπει να ξεφύγουμε από τη μοναξιά μας.
Οι εκδρομείς και οι φυσιολάτρες δεν είναι οι αργόσχολοι συνταξιούχοι, αλλά αυτοί που, έστω και υποσυνείδητα, ακόμα και περιστασιακά, θέλουν να ζήσουν μια στιγμή στο φυσικό τους περιβάλλον.
Με άλλα λόγια: κόβοντας το «έξω» καταργούμε την ανθρώπινη υπόστασή μας και γινόμαστε κατοικίδια στην κοινωνία της τηλεόρασης. Το καλύτερο δώρο που μπορούμε να κάνουμε σ’ αυτούς που μας εξουσιάζουν αξιοποιώντας την εμπειρία αιώνων.
Η εξουσία είναι ένα τέρας που αυτοτροφοδοτείται. Όλα για πάρτη της και τίποτα για τους άλλους. Οι ζωές των άλλων δεν αξίζουν τίποτα, είναι αναλώσιμες. Συχνά αυτό παρουσιάζεται σαν θεϊκή τάξη και έχουμε και κάποιον αυτοκράτορα ή πατριάρχη που έχουν την αποκλειστική αντιπροσωπεία του Θεού στη Γη.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που το αίτημα της ανθρωπότητας ήταν ειρήνη και ευημερία, στον ανεπτυγμένο κόσμο αυτό μετατράπηκε σε καταναλωτισμό. Γιατί οι πόλεμοι ποτέ δεν έπαψαν μέχρι τις μέρες μας.
Απλά μεταφέρθηκαν στην περιφέρεια με αντιπροσώπους των ιμπεριαλιστών και όχι μεταξύ των ιμπεριαλιστών. Αλλά η κατανάλωση είχε προϋπάρξει με τον Χίτλερ. Στην ουσία εξαγόρασε τις λαϊκές μάζες με αυτοκίνητα, ψυγεία, κουζίνες και ραδιόφωνα (που δεν έπιαναν βραχέα, για να μην ακουστεί το BBC).
Η κατανάλωση είναι η ψευδαίσθηση πως μπορείς να αποκτήσεις τα πάντα, πολύ πιο πέρα από τις δικές σου οικονομικές δυνατότητες. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Φυλακίζεσαι στην τράπεζά σου και χάνεις ό,τι έχεις και δεν έχεις.
Αυτή η μεταλλαγή του πολίτη σε καταναλωτή, κατά τη δική μου άποψη, είναι μια μεταλλαγή του ανθρώπινου είδους. Όταν χάσει τη δυνατότητα του καταναλωτή, δεν σκέφτεται την ανθρώπινη φύση του και κατ’ επέκταση την πολιτική του υπόσταση, άρα και τη δράση του.
Αναπολεί την παλιά του κατανάλωση-σιγουριά και αυτή ψάχνει να βρει, έστω και μάταια. Θα μπορούσα να αποκαλέσω αυτούς τους ανθρώπους κλινικά νεκρούς και χρήσιμους μόνο για ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής. Είμαι υπερβολικός; Είμαι σκληρός; Είμαι άδικος;
Δεν ξέρω. Απλά καταγράφω αυτά που παρατηρώ, δίπλα μας και πλάι μας. Είναι όλοι αυτοί που λένε τίποτα δεν γίνεται και τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε. Και αυτούς τους ανθρώπους τούς φοβάμαι. Εύκολα μπορούν να βρουν μια δουλειά ως βασανιστές. Και θα είναι ο άνεργος της διπλανής πόρτας.
Σ’ αυτήν την κατάσταση μας χρειάζονται τα γαλατικά χωριά. Που υπάρχουν και δεν τα βλέπουμε. Που παίζουν μουσικές για μας και δεν τις ακούμε.
Έχουμε τους πρόσφυγες από κατεστραμμένες χώρες, που θα μας μάθαιναν τη σημερινή πραγματικότητα του κόσμου, αλλά θέλουμε να τους διώξουμε. Και στην ουσία διώχνουμε τον εαυτό μας από την πραγματικότητα. Άξιος ο μισθός μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου