Το θυμάσαι; «Γιατί , εσύ το ξέχασες;» θα μου πεις ειρωνικά. Πριν τέσσερα χρόνια ακριβώς. Ολόκληρη η χώρα αποσβολωμένη μπροστά σε μια τηλεοπτική οθόνη. Εντάξει, δεν ήταν έκπληξη. Η Ελλάδα φιγούραρε από καιρό στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς τύπου. Η λέξη «spread» είχε ενταχθεί στο λεξιλόγιο μας. Και το κακό δεν άργησε. Μόνο το ειδυλλιακό τοπίο δεν πρόδιδε το περιεχόμενο του μηνύματος. Στις 23 Απριλίου το 2010, ο Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωνε την υπαγωγή της χώρας στο Μνημόνιο. «Έχω ήδη δώσει εντολή στον Υπουργό Οικονομικών να κάνει τις απαραίτητες ενέργειες. Και οι εταίροι μας θα συνδράμουν άμεσα και αποφασιστικά, ώστε να παράσχουν στην Ελλάδα το απάνεμο λιμάνι που θα μας επιτρέψει να ξαναχτίσουμε το σκάφος μας με γερά και αξιόπιστα υλικά», είπε. Τελικά το μοναδικό «απάνεμο λιμάνι» ήταν αυτό που ο πρώην Πρωθυπουργός χρησιμοποίησε ως φόντο στο Καστελόριζο, το σκάφος έβαλε νερά και η «Ιθάκη» έγινε ένα σημείο του ορίζοντα που ακόμα κι αν το βλέπεις, ποτέ δεν το φτάνεις.
Εμείς τότε τελειώναμε το Πανεπιστήμιο. Ενηλικιωθήκαμε στη φούσκα της «ισχυρής Ελλάδας», τότε που τρέχαμε στους δρόμους με τη γαλανόλευκη πανηγυρίζοντας για την κατάκτηση του Euro, χαζεύαμε με θαυμασμό την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Δημήτρη Παπαϊωάννου και γελάγαμε με την κάπως πιο φολκλόρ εκδοχή της τελετής λήξης. Ναι, αυτών των Αγώνων που σήμερα βλαστημάμε, ρωτάμε πόσο κόστισαν και παρακολουθούμε τα ολυμπιακά ακίνητα να μαραζώνουν. Σπουδάζαμε διοίκηση επιχειρήσεων ή παιδαγωγικά για σίγουρο διορισμό. Τώρα δεν υπάρχουν επιχειρήσεις να διοικήσουμε και το δημόσιο αντί να προσλαμβάνει, απολύει. Πλέον τις πρώτες θέσεις στα μηχανογραφικά καταλαμβάνουν οι στρατιωτικές και ναυτικές σχολές που συνδέονται με ένα χαμηλό αλλά σίγουρο μισθό, οι γεωπονικές (αύξηση κατά 77% στη Γεωπονική Αθήνας) με στροφή προς τις εναλλακτικές καλλιέργειες, οι τουριστικές σχολές (αύξηση 45% στο τμήμα Θεσσαλονίκης και 93% στο τμήμα Ρόδου) και παραμένουν σταθερά σε υψηλά επίπεδα οι νομικές και ιατρικές σχολές.
Προτιμούσαμε μια διαφορετική πόλη για να κάνουμε αυτό το πρώτο πέταγμα στη νεανική αυτονομία, να δοκιμάσουμε όλα τα delivery της περιοχής και να αφοσιωθούμε στα φοιτητικά ξενύχτια απαλλαγμένοι από την ερώτηση: «θα αργήσεις;». Μαλώναμε στα αμφιθέατρα για τους «ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους» του Λουί Αλτουσέρ, αντιλαμβανόμασταν την «Ευάλωτη Ζωή» ως πετυχημένη συμπύκνωση της Μπάτλερ ενάντια στη μετανεωτερική κοινωνία, υπογράφαμε ψηφίσματα για την κατάργηση του φόρου Τόμπιν στον Τρίτο κόσμο και θεωρούσαμε ότι ξοφλήσαμε το χρέος μας απέναντι στην ιστορία με το φοιτητικό κίνημα ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16. Ήμασταν μ’ ένα διαβατήριο στο στόμα, για να κάνουμε μεταπτυχιακό στο Παρίσι, να περιπλανηθούμε στο Los Angeles και να παρακολουθήσουμε τα πειράματα αυτοδιαχείρισης στην Τσιάπας.
Ύστερα ήρθε ο Δεκέμβρης, ως προμήνυμα κινδύνου και ρήγμα στη βιτρίνα της κανονικότητας. Τότε ψυλλιαστήκαμε πρώτη φορά ότι η ζωή δε μας χρωστούσε αλλά αντίθετα θα μας ζητούσε το λόγο. Προσγειωθήκαμε για λίγο στην πραγματικότητα της υπερκατανάλωσης, της αποξένωσης και της κοινωνικής βίας. Φορέσαμε μαλόξ στις διαδηλώσεις, φτιάξαμε στένσιλ στην κατάληψη της Λυρικής Σκηνής, καταγγείλαμε τη γραφειοκρατία των συνδικάτων. Δε μασήσαμε όμως. Ήμασταν έτοιμοι να βγούμε έξω, να ζήσουμε τα μεγάλα ταξίδια, τις μεγάλες καριέρες, τους μεγάλους έρωτες.
Και ζούμε τις μεγάλες ουρές… αυτές που στοιβαζόμαστε καθημερινά για την υποβολή βιογραφικού, για το ταμείο ανεργίας, για την αίτηση εργασίας στο εξωτερικό, για το διακανονισμό στη ΔΕΗ, για τη ρύθμιση στην εφορία. Η «χαμένη γενιά» όπως κωδικοποιήθηκε από τους σύγχρονους κοινωνιολόγους και πολιτικούς επιστήμονες. Δίπλα σ’ αυτή που γεννήθηκε το διάστημα 1883 – 1890 και ενηλικιώθηκε στη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, όπου και αναφέρθηκε πρώτη φορά ο όρος από τον Ερνεστ Χέμινγουεϊ. Παρατήσαμε τα γεμάτα τασάκια και επιστρέψαμε στο παιδικό δωμάτιο μ’ ένα ξεθωριασμένο πόστερ του Jim Morisson, μια ανοιχτή τηλεόραση να δίνει συμβουλές για επαγγελματικές ευκαιρίες στην καλλιέργεια σαφράν και σαλιγκαριών κι ένα καταχωνιασμένο πτυχίο, αφού η μαμά δεν είχε κέφι ούτε γι’ αυτή την κλασική ελληνική τελετουργία της κορνίζας.
Το 62% φτάνει η ανεργία των νέων έως 25 ετών στην Ελλάδα και το 30% των νέων ανέργων είναι κάτοχοι πανεπιστημιακών ή μεταπτυχιακών τίτλων. Είναι ίσως ιστορικά η πρώτη φορά που μια γενιά τόσο μορφωμένη και καταρτισμένη, βυθίζεται στο σπιράλ του κοινωνικού αποκλεισμού. Υπολογίζεται ότι η ανεργία των νέων στοιχίζει στην Ευρωζώνη 153 δις ευρώ το χρόνο σε επιδόματα ανεργίας, αναξιοποίητη παραγωγικότητα και μειωμένα φορολογικά έσοδα. Στους ίδιους τους νέους πάλι, κοστίζει πολύ περισσότερα. Κάνει την «ευάλωτη ζωή» βιωμένη πραγματικότητα από ακαδημαϊκό σχήμα και την «αποστέρηση νοήματος» συλλογική εμπειρία από διανοουμενίστικη ατάκα σε νυχτερινά φλερτ. Τώρα, βλέπεις, υπογράφουμε ψηφίσματα για να μη βγάλει σε πλειστηριασμό η τράπεζα το σπίτι ενός άνεργου στο Πέραμα ή για να μπει στο δημόσιο νοσοκομείο ένας ανασφάλιστος καρδιοπαθής. Από πολίτες του κόσμου γίναμε μετανάστες. Οι μισοί σχεδόν από τους Έλληνες σε παραγωγική ηλικία αναζητούν απασχόληση στο εξωτερικό σύμφωνα με έρευνα του ομίλου παροχής υπηρεσιών ανθρώπινου δυναμικού Adecco. Η νεολαία βρίσκεται σε αδιέξοδο και προσπαθεί να δραπετεύσει με κυριολεκτικό και συμβολικό τρόπο. Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, το 64% των νέων Ελλήνων ηλικίας 15-35 δηλώνει πρόθυμο για οικονομική μετανάστευση προς αναζήτηση ενός βιώσιμου περιβάλλοντος.
Με το διαβατήριο στο στόμα ξανά και το zanax στη τσέπη. Εμείς μαθαίναμε για το «πρωταρχικό τραύμα της ύπαρξης» διαβάζοντας Julia Kristeva και φανταζόμασταν την ψυχανάλυση ως αναπόσπαστο τμήμα ενός προοδευτικού life style μιας γενικά πετυχημένης πορείας. Δεν περιμέναμε ότι θα παθαίναμε ασφυξία στο μετρό, ότι θα σφιγγόταν το στομάχι μας μόλις μπαίναμε στο γραφείο, ότι δε θα ανεβάζαμε τα ρολά το πρωί, ότι θα στεκόμασταν μηχανικά τα βράδια μπροστά σε μια οθόνη που βρίζουμε, ότι οι αϋπνίες μας δε θα ήταν από έρωτα. Μια νεολαία σε κατάθλιψη χωρίς ντιβάνι.
Μετά το στάδιο του σοκ και της οργής, λένε, έρχεται η περίοδος του πένθους. Ξαναβγήκαμε στο Σύνταγμα, συνηθίσαμε και τα μαλόξ, συνηθίσαμε ακόμα και τα δακρυγόνα και τώρα συνηθίζουμε την απώλεια. Μετράμε χαρτονομίσματα στο τέλος του μήνα, απολύσεις συναδέλφων, φίλους που φεύγουν στη Γερμανία, άδειες βιτρίνες στη Σταδίου, νευρικά κορναρίσματα στην Κηφισίας, άστεγους στην Κλαυθμώνος, απλωμένα χέρια στην Ομόνοια. Μόνο ένσημα δε μετράμε με μια όλο και πιο εμπεδωμένη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να πάρουμε σύνταξη. Τρολάρουμε στο twitter με το “success story”, σταθεροποιούμε το πρωτογενές έλλειμμα της ζωής μας και δεν πολυπιστέυουμε ότι θα βελτιωθεί ριζικά η καθημερινότητα μας τώρα που δε θα αναγράφεται ο όρος «φρέσκο» στο γάλα.
Είναι αυτό που μου είπε η Σόνια όταν της εξηγούσα ότι θέλω να γράψω κάτι: «Γράψε ότι μπήκε η Άνοιξη και εμείς συμπεριφερόμαστε σαν να είμαστε στο βαθύ Χειμώνα». Αυτό προσπάθησα να γράψω. Κράτησα μόνο για την αποφώνηση εκείνες τις εικόνες που δηλώνουν πεισματικά ότι αυτή η γαμημένη Άνοιξη θα έρθει στο τέλος για να σπάσει λίγο τη μαυρίλα κι ότι αυτή η γενιά θα αποδράσει από τον προσδιορισμό της «χαμένης»: τα συνεταιριστικά μπαράκια που ξεφυτρώνουν στην Κολοκοτρώνη από νέους που βαρέθηκαν να γίνονται ένα νούμερο στα δελτία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, τα χιουμοριστικά trends στα social media που με κάνουν να γελάω όταν ετοιμάζω το ρεπορτάζ για τη διανομή του κοινωνικού μερίσματος, τα πολύχρωμα παζάρια χωρίς μεσάζοντες κάθε Σάββατο στη γειτονιά μου, τους φίλους που σου λένε «Έλα ρε, ξεκόλλα, πάμε να πιούμε μια μπύρα» και εσύ το παίζεις δύσκολος, την έκπληκτη φάτσα των πεζών όταν σταματάς στη διασταύρωση για να περάσουν, ένα πανό του Φύσσα στη Θύρα 13 και δύο μπλαζέ βλέμματα που διασταυρώνονται σ’ ένα ερωτικό σκίρτημα στο αντιφασιστικό φεστιβάλ.
Εμείς τότε τελειώναμε το Πανεπιστήμιο. Ενηλικιωθήκαμε στη φούσκα της «ισχυρής Ελλάδας», τότε που τρέχαμε στους δρόμους με τη γαλανόλευκη πανηγυρίζοντας για την κατάκτηση του Euro, χαζεύαμε με θαυμασμό την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Δημήτρη Παπαϊωάννου και γελάγαμε με την κάπως πιο φολκλόρ εκδοχή της τελετής λήξης. Ναι, αυτών των Αγώνων που σήμερα βλαστημάμε, ρωτάμε πόσο κόστισαν και παρακολουθούμε τα ολυμπιακά ακίνητα να μαραζώνουν. Σπουδάζαμε διοίκηση επιχειρήσεων ή παιδαγωγικά για σίγουρο διορισμό. Τώρα δεν υπάρχουν επιχειρήσεις να διοικήσουμε και το δημόσιο αντί να προσλαμβάνει, απολύει. Πλέον τις πρώτες θέσεις στα μηχανογραφικά καταλαμβάνουν οι στρατιωτικές και ναυτικές σχολές που συνδέονται με ένα χαμηλό αλλά σίγουρο μισθό, οι γεωπονικές (αύξηση κατά 77% στη Γεωπονική Αθήνας) με στροφή προς τις εναλλακτικές καλλιέργειες, οι τουριστικές σχολές (αύξηση 45% στο τμήμα Θεσσαλονίκης και 93% στο τμήμα Ρόδου) και παραμένουν σταθερά σε υψηλά επίπεδα οι νομικές και ιατρικές σχολές.
Προτιμούσαμε μια διαφορετική πόλη για να κάνουμε αυτό το πρώτο πέταγμα στη νεανική αυτονομία, να δοκιμάσουμε όλα τα delivery της περιοχής και να αφοσιωθούμε στα φοιτητικά ξενύχτια απαλλαγμένοι από την ερώτηση: «θα αργήσεις;». Μαλώναμε στα αμφιθέατρα για τους «ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους» του Λουί Αλτουσέρ, αντιλαμβανόμασταν την «Ευάλωτη Ζωή» ως πετυχημένη συμπύκνωση της Μπάτλερ ενάντια στη μετανεωτερική κοινωνία, υπογράφαμε ψηφίσματα για την κατάργηση του φόρου Τόμπιν στον Τρίτο κόσμο και θεωρούσαμε ότι ξοφλήσαμε το χρέος μας απέναντι στην ιστορία με το φοιτητικό κίνημα ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16. Ήμασταν μ’ ένα διαβατήριο στο στόμα, για να κάνουμε μεταπτυχιακό στο Παρίσι, να περιπλανηθούμε στο Los Angeles και να παρακολουθήσουμε τα πειράματα αυτοδιαχείρισης στην Τσιάπας.
Ύστερα ήρθε ο Δεκέμβρης, ως προμήνυμα κινδύνου και ρήγμα στη βιτρίνα της κανονικότητας. Τότε ψυλλιαστήκαμε πρώτη φορά ότι η ζωή δε μας χρωστούσε αλλά αντίθετα θα μας ζητούσε το λόγο. Προσγειωθήκαμε για λίγο στην πραγματικότητα της υπερκατανάλωσης, της αποξένωσης και της κοινωνικής βίας. Φορέσαμε μαλόξ στις διαδηλώσεις, φτιάξαμε στένσιλ στην κατάληψη της Λυρικής Σκηνής, καταγγείλαμε τη γραφειοκρατία των συνδικάτων. Δε μασήσαμε όμως. Ήμασταν έτοιμοι να βγούμε έξω, να ζήσουμε τα μεγάλα ταξίδια, τις μεγάλες καριέρες, τους μεγάλους έρωτες.
Και ζούμε τις μεγάλες ουρές… αυτές που στοιβαζόμαστε καθημερινά για την υποβολή βιογραφικού, για το ταμείο ανεργίας, για την αίτηση εργασίας στο εξωτερικό, για το διακανονισμό στη ΔΕΗ, για τη ρύθμιση στην εφορία. Η «χαμένη γενιά» όπως κωδικοποιήθηκε από τους σύγχρονους κοινωνιολόγους και πολιτικούς επιστήμονες. Δίπλα σ’ αυτή που γεννήθηκε το διάστημα 1883 – 1890 και ενηλικιώθηκε στη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, όπου και αναφέρθηκε πρώτη φορά ο όρος από τον Ερνεστ Χέμινγουεϊ. Παρατήσαμε τα γεμάτα τασάκια και επιστρέψαμε στο παιδικό δωμάτιο μ’ ένα ξεθωριασμένο πόστερ του Jim Morisson, μια ανοιχτή τηλεόραση να δίνει συμβουλές για επαγγελματικές ευκαιρίες στην καλλιέργεια σαφράν και σαλιγκαριών κι ένα καταχωνιασμένο πτυχίο, αφού η μαμά δεν είχε κέφι ούτε γι’ αυτή την κλασική ελληνική τελετουργία της κορνίζας.
Το 62% φτάνει η ανεργία των νέων έως 25 ετών στην Ελλάδα και το 30% των νέων ανέργων είναι κάτοχοι πανεπιστημιακών ή μεταπτυχιακών τίτλων. Είναι ίσως ιστορικά η πρώτη φορά που μια γενιά τόσο μορφωμένη και καταρτισμένη, βυθίζεται στο σπιράλ του κοινωνικού αποκλεισμού. Υπολογίζεται ότι η ανεργία των νέων στοιχίζει στην Ευρωζώνη 153 δις ευρώ το χρόνο σε επιδόματα ανεργίας, αναξιοποίητη παραγωγικότητα και μειωμένα φορολογικά έσοδα. Στους ίδιους τους νέους πάλι, κοστίζει πολύ περισσότερα. Κάνει την «ευάλωτη ζωή» βιωμένη πραγματικότητα από ακαδημαϊκό σχήμα και την «αποστέρηση νοήματος» συλλογική εμπειρία από διανοουμενίστικη ατάκα σε νυχτερινά φλερτ. Τώρα, βλέπεις, υπογράφουμε ψηφίσματα για να μη βγάλει σε πλειστηριασμό η τράπεζα το σπίτι ενός άνεργου στο Πέραμα ή για να μπει στο δημόσιο νοσοκομείο ένας ανασφάλιστος καρδιοπαθής. Από πολίτες του κόσμου γίναμε μετανάστες. Οι μισοί σχεδόν από τους Έλληνες σε παραγωγική ηλικία αναζητούν απασχόληση στο εξωτερικό σύμφωνα με έρευνα του ομίλου παροχής υπηρεσιών ανθρώπινου δυναμικού Adecco. Η νεολαία βρίσκεται σε αδιέξοδο και προσπαθεί να δραπετεύσει με κυριολεκτικό και συμβολικό τρόπο. Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, το 64% των νέων Ελλήνων ηλικίας 15-35 δηλώνει πρόθυμο για οικονομική μετανάστευση προς αναζήτηση ενός βιώσιμου περιβάλλοντος.
Με το διαβατήριο στο στόμα ξανά και το zanax στη τσέπη. Εμείς μαθαίναμε για το «πρωταρχικό τραύμα της ύπαρξης» διαβάζοντας Julia Kristeva και φανταζόμασταν την ψυχανάλυση ως αναπόσπαστο τμήμα ενός προοδευτικού life style μιας γενικά πετυχημένης πορείας. Δεν περιμέναμε ότι θα παθαίναμε ασφυξία στο μετρό, ότι θα σφιγγόταν το στομάχι μας μόλις μπαίναμε στο γραφείο, ότι δε θα ανεβάζαμε τα ρολά το πρωί, ότι θα στεκόμασταν μηχανικά τα βράδια μπροστά σε μια οθόνη που βρίζουμε, ότι οι αϋπνίες μας δε θα ήταν από έρωτα. Μια νεολαία σε κατάθλιψη χωρίς ντιβάνι.
Μετά το στάδιο του σοκ και της οργής, λένε, έρχεται η περίοδος του πένθους. Ξαναβγήκαμε στο Σύνταγμα, συνηθίσαμε και τα μαλόξ, συνηθίσαμε ακόμα και τα δακρυγόνα και τώρα συνηθίζουμε την απώλεια. Μετράμε χαρτονομίσματα στο τέλος του μήνα, απολύσεις συναδέλφων, φίλους που φεύγουν στη Γερμανία, άδειες βιτρίνες στη Σταδίου, νευρικά κορναρίσματα στην Κηφισίας, άστεγους στην Κλαυθμώνος, απλωμένα χέρια στην Ομόνοια. Μόνο ένσημα δε μετράμε με μια όλο και πιο εμπεδωμένη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να πάρουμε σύνταξη. Τρολάρουμε στο twitter με το “success story”, σταθεροποιούμε το πρωτογενές έλλειμμα της ζωής μας και δεν πολυπιστέυουμε ότι θα βελτιωθεί ριζικά η καθημερινότητα μας τώρα που δε θα αναγράφεται ο όρος «φρέσκο» στο γάλα.
Είναι αυτό που μου είπε η Σόνια όταν της εξηγούσα ότι θέλω να γράψω κάτι: «Γράψε ότι μπήκε η Άνοιξη και εμείς συμπεριφερόμαστε σαν να είμαστε στο βαθύ Χειμώνα». Αυτό προσπάθησα να γράψω. Κράτησα μόνο για την αποφώνηση εκείνες τις εικόνες που δηλώνουν πεισματικά ότι αυτή η γαμημένη Άνοιξη θα έρθει στο τέλος για να σπάσει λίγο τη μαυρίλα κι ότι αυτή η γενιά θα αποδράσει από τον προσδιορισμό της «χαμένης»: τα συνεταιριστικά μπαράκια που ξεφυτρώνουν στην Κολοκοτρώνη από νέους που βαρέθηκαν να γίνονται ένα νούμερο στα δελτία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, τα χιουμοριστικά trends στα social media που με κάνουν να γελάω όταν ετοιμάζω το ρεπορτάζ για τη διανομή του κοινωνικού μερίσματος, τα πολύχρωμα παζάρια χωρίς μεσάζοντες κάθε Σάββατο στη γειτονιά μου, τους φίλους που σου λένε «Έλα ρε, ξεκόλλα, πάμε να πιούμε μια μπύρα» και εσύ το παίζεις δύσκολος, την έκπληκτη φάτσα των πεζών όταν σταματάς στη διασταύρωση για να περάσουν, ένα πανό του Φύσσα στη Θύρα 13 και δύο μπλαζέ βλέμματα που διασταυρώνονται σ’ ένα ερωτικό σκίρτημα στο αντιφασιστικό φεστιβάλ.
Αναδημοσίευση από http://www.vice.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου